Σ' αγαπώ και όταν χιονίζει
Στο σταθμό μετρό Χαλάνδρι δεν υπάρχει κανείς πουθενά, παρά μόνο εγώ, που κατεβαίνω τις κυλιόμενες και βλέπω με ανοιχτό το στόμα τις νιφάδες του χιονιού να σχηματίζουν δίνες πάνω από το κεφάλι μου δύο επίπεδα πιο κάτω απ' τις ψηλές μπουκαπόρτες της εισόδου. Οι νιφάδες με ακολουθούν μέσα στις στοές σαν σμάρι φιλικές μέλισσες. Τα αλουμίνια τριγύρω βροντάνε από τον άνεμο που φυσάει πολύ ψηλά από δω και το τούνελ πίσω από την πινακίδα «ΜΗΝ ΕΙΣΕΡΧΕΣΤΕ» γίνεται τόσο φαρδύ και απεριποίητο και όμορφο, και στάζει νερό σχηματίζοντας λιμνούλες κάτω από τις ράγες, που θέλω να εισέλθω και να τρυπώσω στις πόρτες ασφαλείας, που θα με βγάλουν στο μυστικό μπουντρούμι όπου συνεδριάζει ο Σύλλογος Μονόφθαλμων Πειρατών Εκδιωχθέντων από τις Θάλασσες του Μεσαίωνα και μετά σε ένα μαγικό σημείο στο Τουρκολίμανο όπου μυρίζει ψητό λουκάνικο και έχει καπνούς. Δέκα λεπτά θαυμάζω και αφουγκράζομαι τον υπέροχο κόσμο της στοάς ολομόναχη, και ρουφάω την αίσθηση του σύμπαντος ολομόναχη, γιατί δεν έχει έρθει κανένας επιβάτης, όπως προσευχήθηκα να γίνει. Το τρένο κατρακυλάει σαν τον τουνελόδρακο του Ευγένιου Τριβιζά, είναι ένα θηρίο που αγαπάω όταν με τρομάζει, αλλά δε με κάνει να βαριέμαι όταν μπαίνει στην πλατφόρμα και γίνεται ένα ευγενές μέσο μαζικής μεταφοράς.
Έξω από το σπίτι μου ο ταξιτζής περιμένει μάταια να μπω με ασφάλεια στην πολυκατοικία. Είναι τόσο υπέροχα όλα, λευκά και δαντελωτά! Το χιόνι ζωγράφισε με ροκοκό πινελιές το πάρκινγκ με τις αγριοτριανταφυλλιές απ' όπου έκλεβα την άνοιξη τριαντάφυλλα, τις νερατζιές, τους σοφούς ευκάλυπτους της πλατείας Ερωτευμένων. Τους σκουπιδοτενεκέδες, το ταλαίπωρο παπί του γείτονα με τη σκισμένη σέλα, το STOP που γέρνει προς την υπήνεμη πλευρά του. Μπάλωσε και τις λακκούβες. Τα μάτια μου ουρλιάζουν από χαρά. Ο ταξιτζής κύλησε μακριά, αργά κι αθόρυβα. Μασάω λίγο χιόνι, όπως συνηθίζεται, πριν μπω στο σπίτι.
Ανοίγω τις μπαλκονόπορτες και φέρνω ένα ένα τα λουλούδια μέσα. Τους δύο φίκους, που πέρσι κάηκαν ολοσχερώς και έσκασαν τρεις μήνες μετά, όταν έψαχνα κάποιον να με βοηθήσει να τους κουβαλήσω στα σκουπίδια. Θέλω να τους δείξω ότι έμαθα από το πάθημά τους. Μετά φέρνω μέσα τη λεβάντα και μετά το φυτό με τα σκληρά, γεμάτα νερό φύλλα και τα κόκκινα λουλούδια. Πέρσι το είχα τυλίξει με διάφανη μεμβράνη για να κάνω θερμοκήπιο, αλλά δεν τα κατάφερα. Στα ζεστά όλες οι πρασινάδες. Τώρα μπορώ ήσυχα να κλείσω τα τζάμια και να χαζεύω όλη την πόλη όλη τη νύχτα, και να ανακατεύω τα ξύλα στο τζάκι, όπως έχω μάθει από μικρή, τότε που, όταν χιόνιζε, ο μπαμπάς μάς πήγαινε στο Αίπος για χιονοπόλεμο, κουβαλούσε χιόνι στο περβάζι για χιονάνθρωπο και ξύλα με το μεγάλο κοφίνι για να μάθουμε να τα στοιβάζουμε σωστά και να προσέχουμε τη φωτιά στον καταυλισμό μη σβήσει. Όλη τη νύχτα, μέχρι να ξημερώσει, θα βλέπουμε όλοι μαζί τις νιφάδες -επιτρέπεται να μην κοιμηθούμε, αύριο δεν έχει σχολείο-, θα μαντεύουμε πού μπορεί να είναι το φεγγάρι, θα λέμε ιστορίες, κάποιος θα κάνει μια ζημιά, κάποιον θα τον πάρει ο ύπνος, κάποιος θα έχει κατακκόκινα μάγουλα, κάποιος θα βαζοβγάζει σιντί, κάποιος θα γκρινιάξει που τον κόβει η ετικέτα της πιτζάμας, κάποιος θα κατουρηθεί πάνω του, κάποιος θα ζεστάνει το γάλα, κάποιος θα χάσει τη μύτη-καρότο του, κάποιος θα την αντικαταστήσει με ένα φωσφοριζέ μαρκαδόρο, όλοι θα είμαστε αληθινοί και θα αναγνωρίζουμε την ομορφιά που υπάρχει άφθονη τριγύρω και μέσα μας.
Δεν ξέρω ποιος είσαι εσύ που θα τα κάνουμε όλα αυτά μαζί, αλλά θα σε συναντήσω και θα δεις ότι σ' αγαπώ πολύ και από πάντα.