25.1.06

Σ' αγαπώ και όταν χιονίζει

Στο σταθμό μετρό Χαλάνδρι δεν υπάρχει κανείς πουθενά, παρά μόνο εγώ, που κατεβαίνω τις κυλιόμενες και βλέπω με ανοιχτό το στόμα τις νιφάδες του χιονιού να σχηματίζουν δίνες πάνω από το κεφάλι μου δύο επίπεδα πιο κάτω απ' τις ψηλές μπουκαπόρτες της εισόδου. Οι νιφάδες με ακολουθούν μέσα στις στοές σαν σμάρι φιλικές μέλισσες. Τα αλουμίνια τριγύρω βροντάνε από τον άνεμο που φυσάει πολύ ψηλά από δω και το τούνελ πίσω από την πινακίδα «ΜΗΝ ΕΙΣΕΡΧΕΣΤΕ» γίνεται τόσο φαρδύ και απεριποίητο και όμορφο, και στάζει νερό σχηματίζοντας λιμνούλες κάτω από τις ράγες, που θέλω να εισέλθω και να τρυπώσω στις πόρτες ασφαλείας, που θα με βγάλουν στο μυστικό μπουντρούμι όπου συνεδριάζει ο Σύλλογος Μονόφθαλμων Πειρατών Εκδιωχθέντων από τις Θάλασσες του Μεσαίωνα και μετά σε ένα μαγικό σημείο στο Τουρκολίμανο όπου μυρίζει ψητό λουκάνικο και έχει καπνούς. Δέκα λεπτά θαυμάζω και αφουγκράζομαι τον υπέροχο κόσμο της στοάς ολομόναχη, και ρουφάω την αίσθηση του σύμπαντος ολομόναχη, γιατί δεν έχει έρθει κανένας επιβάτης, όπως προσευχήθηκα να γίνει. Το τρένο κατρακυλάει σαν τον τουνελόδρακο του Ευγένιου Τριβιζά, είναι ένα θηρίο που αγαπάω όταν με τρομάζει, αλλά δε με κάνει να βαριέμαι όταν μπαίνει στην πλατφόρμα και γίνεται ένα ευγενές μέσο μαζικής μεταφοράς.

Έξω από το σπίτι μου ο ταξιτζής περιμένει μάταια να μπω με ασφάλεια στην πολυκατοικία. Είναι τόσο υπέροχα όλα, λευκά και δαντελωτά! Το χιόνι ζωγράφισε με ροκοκό πινελιές το πάρκινγκ με τις αγριοτριανταφυλλιές απ' όπου έκλεβα την άνοιξη τριαντάφυλλα, τις νερατζιές, τους σοφούς ευκάλυπτους της πλατείας Ερωτευμένων. Τους σκουπιδοτενεκέδες, το ταλαίπωρο παπί του γείτονα με τη σκισμένη σέλα, το STOP που γέρνει προς την υπήνεμη πλευρά του. Μπάλωσε και τις λακκούβες. Τα μάτια μου ουρλιάζουν από χαρά. Ο ταξιτζής κύλησε μακριά, αργά κι αθόρυβα. Μασάω λίγο χιόνι, όπως συνηθίζεται, πριν μπω στο σπίτι.

Ανοίγω τις μπαλκονόπορτες και φέρνω ένα ένα τα λουλούδια μέσα. Τους δύο φίκους, που πέρσι κάηκαν ολοσχερώς και έσκασαν τρεις μήνες μετά, όταν έψαχνα κάποιον να με βοηθήσει να τους κουβαλήσω στα σκουπίδια. Θέλω να τους δείξω ότι έμαθα από το πάθημά τους. Μετά φέρνω μέσα τη λεβάντα και μετά το φυτό με τα σκληρά, γεμάτα νερό φύλλα και τα κόκκινα λουλούδια. Πέρσι το είχα τυλίξει με διάφανη μεμβράνη για να κάνω θερμοκήπιο, αλλά δεν τα κατάφερα. Στα ζεστά όλες οι πρασινάδες. Τώρα μπορώ ήσυχα να κλείσω τα τζάμια και να χαζεύω όλη την πόλη όλη τη νύχτα, και να ανακατεύω τα ξύλα στο τζάκι, όπως έχω μάθει από μικρή, τότε που, όταν χιόνιζε, ο μπαμπάς μάς πήγαινε στο Αίπος για χιονοπόλεμο, κουβαλούσε χιόνι στο περβάζι για χιονάνθρωπο και ξύλα με το μεγάλο κοφίνι για να μάθουμε να τα στοιβάζουμε σωστά και να προσέχουμε τη φωτιά στον καταυλισμό μη σβήσει. Όλη τη νύχτα, μέχρι να ξημερώσει, θα βλέπουμε όλοι μαζί τις νιφάδες -επιτρέπεται να μην κοιμηθούμε, αύριο δεν έχει σχολείο-, θα μαντεύουμε πού μπορεί να είναι το φεγγάρι, θα λέμε ιστορίες, κάποιος θα κάνει μια ζημιά, κάποιον θα τον πάρει ο ύπνος, κάποιος θα έχει κατακκόκινα μάγουλα, κάποιος θα βαζοβγάζει σιντί, κάποιος θα γκρινιάξει που τον κόβει η ετικέτα της πιτζάμας, κάποιος θα κατουρηθεί πάνω του, κάποιος θα ζεστάνει το γάλα, κάποιος θα χάσει τη μύτη-καρότο του, κάποιος θα την αντικαταστήσει με ένα φωσφοριζέ μαρκαδόρο, όλοι θα είμαστε αληθινοί και θα αναγνωρίζουμε την ομορφιά που υπάρχει άφθονη τριγύρω και μέσα μας.

Δεν ξέρω ποιος είσαι εσύ που θα τα κάνουμε όλα αυτά μαζί, αλλά θα σε συναντήσω και θα δεις ότι σ' αγαπώ πολύ και από πάντα.

21.1.06

Foot massage

Vincent:
"I ain't saying it's right. But you're saying a foot massage don't mean nothing, and I'm saying it does. Now look, I've given a million ladies a million foot massages, and they all meant something. We act like they don't, but they do, and that's what's so fucking cool about them".

Ύστερα από 16 ώρες, βγάζω τα εννιάποντα τακούνια και σέρνω τις γυμνές πατούσες μου πάνω στο παχύ χαλί. Ο πόνος δεν περνάει. Tέτοιες ώρες θα ήθελα να είμαι η Ούμα Θέρμαν στο Pulp Fiction.

Ή η σύζυγος που θα κοιμηθεί αυτό το βράδυ με τον αυτοκράτορα στο Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια.

20.1.06

Το όνειρο που είδα σήμερα

Οι ψυχολόγοι λένε ότι είναι καλό να διηγούμαστε τα όνειρά μας, γιατί μεταφέροντάς τα σε συνειδητό επίπεδο βοηθάμε την ψυχοθεραπευτική τους λειτουργία να συντελεστεί (άσχετα αν τα κατανοούμε). Να λοιπόν τι είδα σήμερα εγώ.

Κοιμάμαι στο κρεβάτι μου, νύχτα, ύπνος βαρύς και ολίγος μεθυσμένος. Στην άλλη άκρη του κρεβατιού κάποιος γνωστός μου άντρας αλλά δεν ξέρω ποιος ακριβώς (μάλλον μέσα στο όνειρο ήξερα) κοιμάται βαριά στην ίδια κατάσταση ημιμεθυσιού. Μέσα στον ύπνο μου ακούω κάτι πόδια και ομιλίες στην πίσω βεράντα (το σπίτι μου δεν έχει πίσω βεράντα), αλλά δεν ξυπνάω.

Το πρωί στην πίσω βεράντα πάλι πόδια και ομιλίες. Ξυπνάω, βγαίνω. Τη νύχτα έχει γίνει τεράστιος σεισμός και το διαμέρισμά μου έχει πέσει έναν όροφο προς τα κάτω (η υπόλοιπη πολυκατοικία έχει μείνει στη θέση της) και πλέον είναι ισόγειο (χωρίς όμως να έχει γίνει καμιά ζημιά). Σκέφτομαι ότι θα πρέπει να κοιμόμουν πολύ βαριά, αφού δεν κατάλαβα τίποτα, πάλι καλά όμως που δεν ξύπνησα, γιατί αλλιώς θα κατατρόμαζα.

Παράλληλα, αλλά άσχετα με τη φάση του σεισμού, μέσα στο σπίτι μου δε βρίσκεται πια ο άντρας που κοιμόταν στο κρεβάτι μου, αλλά ο Μάρκος Φράγκος (αρχισυντάκτης του μουσικού περιοδικού Sonik). Eίναι θλιμμένος και λιγομίλητος. Μου λέει ότι έχει να πάει να παίξει κάπου μουσική (δε φαίνεται να έχει και πολλή όρεξη) κι εγώ τον παίρνω και κατεβαίνουμε να βρούμε ταξί. Οι δρόμοι της Ηλιούπολης είναι κάθετοι μεταξύ τους και όχι ακτινωτοί, όπως στην πραγματικότητα. Σταματάω ένα ταξί με μια γυναίκα στη θέση του συνοδηγού και ρωτάω το Μάρκο Φράγκο πού πάει, για να πω στον ταξιτζή. Ο Μάρκος Φράγκος, μπαίνοντας στο πίσω κάθισμα, μου λέει: «Δεν ξέρω». «Δεν ξέρεις;» λέω. «Σε ποιο μαγαζί παίζεις μουσική;» . «Στο Mommy» λέει, αφού έχει κλείσει την πόρτα. «Κολωνάκι» λέω στον ταξιτζή και φεύγει.

Μετά, ενώ δεν ξαναβλέπω το Μάρκο Φράγκο, υποτίθεται ότι υπάρχει μια στιχομυθία που πάει ως εξής: Εγώ: «Μα καλά, τι θα έλεγες στον ταξιτζή αφού δεν ήξερες; Δε σε απασχολούσε;». Αυτός: «Θα του έλεγα στο Mommy και θα με πήγαινε». Και εγώ σκέφτομαι: «Καλά, ο Μάρκος περιμένει να ξέρει o ταξιτζής το Mommy; Ήμαρτον. Τέλος πάντων».

Κατόπιν πάω κι εγώ στο Mommy (που δεν έχει σχέση με το πώς είναι στην πραγματικότητα το μπαρ αυτό του Κολωνακίου), επειδή, λέει, πρόκειται να πιάσω δουλειά ως σερβιτόρα. Το αφεντικό με ρωτάει αν ξέρω να φτιάχνω καφέδες, να φοράω σωστά την ποδιά κτλ. Του λέω: «Ε, ναι, έχω δουλέψει σε καφέ, αλλά τελευταία ήμουν πίσω από την μπάρα, οπότε θα κάνω μια επανάληψη στην καφετιέρα». Δουλεύω, τέλος πάντων, λίγο και η αρχισερβιτόρα μού λέει χαμογελαστή ότι, αφού δεν έχει πολλή δουλειά ακόμα, μπορώ να κάνω την ιστιοπλοΐα μου και να επιστρέψω μετά.

Ανοίγω μια πόρτα, βγαίνω στη θάλασσα. Η ιστιοπλοΐα δεν είναι τόσο ιστιοπλοΐα, όσο φάση με βάρκα και αρκετό κολύμπι. Η δραστηριότητα κορυφώνεται με κάτι σαν άσκηση σωστικών, όπου ένα ξαδερφάκι μου κινδυνεύει στ' αλήθεια μες στο κύμα, αλλά η μαμά του, η θεία μου η Στέλλα (η μικρή φίλη της μαμάς μου που με περνάει 12 χρόνια) δεν το παίρνει χαμπάρι. Εγώ, αφού περνάει ο κίνδυνος, τα παίρνω με την ανευθυνότητα της Στέλλας και πάω να τη χαστουκίσω (κολυμπάμε στο μεταξύ). Όμως το χαστούκι δε μου βγαίνει να κάνει «χλατς», έτσι το ξαναδοκιμάζω και το ξαναδοκιμάζω. Συνεχίζει να μη μου βγαίνει (η Στέλλα κάθεται ήσυχη, σχεδόν βοηθώντας με να τη χαστουκίσω σωστά).

Επιστρέφω στο Mommy και, μετά τη δουλειά, φεύγοντας, περνάω από την άλλη άκρη του μαγαζιού, όπου βρίσκεται ο dj, για να δω πώς είναι ο Μάρκος Φράγκος. Τον βλέπω από μακριά, του κάνω νεύμα «όλα καλά;», μου απαντάει με το δείκτη σηκωμένο προς τα πάνω, καθησυχάζομαι και φεύγω.

Και μετά ξύπνησα, ντύθηκα και πήγα στη δουλειά. Το όνειρο αυτό ήταν από τα πιο με ειρμό που έχω δει.

18.1.06

Διαχρονία

Επαγγέλματα που θα ήθελα να κάνω:

- αφισοκολλητής γιγαντοαφίσας σε μεγάλα ύψη
- φαροφύλακας
- καλλιεργητής λεβάντας ή τριανταφύλλων
- ταχυδακτυλουργός
- πυργοδέσποινα
- Ορεάδα, Δρυάδα ή Αμαδρυάδα - γενικώς ακόλουθος της Άρτεμης
- μαγικό χαλί ή Νίκος Πιλάβιος
- windex
- βοηθός αριστερού βάρδου
- καταγραφέας σόκιν λαϊκών παραμυθιών (όπως το «Κώλους ασημώνω, κώλους μαλαματώνω»)
- κορσές εποχής
- το βοσκόπουλο από το «Όνειρο στο κύμα»
- χρυσοθήρας

...

Αύριο θα σκεφτώ κι άλλα.

15.1.06

Κι άλλη εκτροπή

Άσχετο, αλλά όταν ανοίγετε το μπλογκ μου βλέπετε μια λευκή λωρίδα ανάμεσα στην ημερομηνία και στον τίτλο του ποστ; Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του template μου θα πρέπει να βλέπετε απλώς μια διακεκομμένη γραμμή, όπως εγώ. ;;;

Άλλο άσχετο είναι: Δεν είχα πει ότι μου αρέσει η Λιάνα Κανέλλη; Από προχτές που την είδα να συνεντευξιάζεται στη ΝΕΤ μου αρέσει ακόμα πιο πολύ.

Επίσης θέλω να πω ότι στο Κινγκ Κονγκ, που το κατευχαριστήθηκα, μου άρεσαν πολύ δύο λεπτομέρειες. Πρώτον το ότι η Αν προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τον Κονγκ πετώντας μπάλες στον αέρα σαν ζογκλέρ, δηλαδή παίζοντας, απεικονίζοντας έτσι το πόσο έλκεται το αρσενικό από το παιχνίδι και το πόση σημασία έχει για την εδραίωση μιας σχέσης να αφήνει το θηλυκό την παιχνιδιάρικη πλευρά του να εκδηλώνεται. Δεύτερον, το ότι ο ναύτης τύπου Μόγλης, που μεγάλωσε στο αμπάρι του πλοίου, διαβάζει την Καρδιά του Σκότους του Κόνραντ, πράγμα που, σε συνδυασμό με τη φρίκη τύπου Αποκάλυψη Τώρα που αντικρίζουμε στο Νησί του Κρανίου, ρίχνει πάνω στην προσπάθεια κατάκτησης του απάτητου (και στον ίδιο το σκηνοθέτη Καρλ Ντέναμ - Τζακ Μπλακ) τη σκιά από το ψυχικό σκοτάδι του Κουρτς. Ειδικά αυτό το δεύτερο το βρήκα πολύ έξυπνο εκ μέρους του Πίτερ Τζάκσον.

11.1.06

Εκτροπή URL

6.1.06

ΠιΕς

Ξεκαθαρίζω ωστόσο ότι δεν περιφρονώ αυτόν που μένει στο σπίτι που του παραχώρησε η γιαγιά του. Δεν είμαι υπέρ του τζάμπα ηρωισμού. Απλώς πιστεύω ότι όποιος τα καταφέρνει χωρίς ευνοϊκές συνθήκες αξίζει ένα εύγε παραπάνω.

Επίσης, θέλω να τονίσω ότι η ψωροπερηφάνια είναι για μένα εξίσου λάθος με τη ζητουλίαση. Όταν έχεις κάτι πραγματικά ανάγκη, είναι πολύ ωραίο να το ζητάς και να το δέχεσαι με αγάπη - και αυτό το έμαθα από μια δίωρη τηλεφωνική συζήτηση με τη Σωτηρούλα (μια μεγαλύτερη συνάδελφό μου με οικογένεια - με την οποία δεν έχουμε καν φιλικές σχέσεις), όταν είχα δεμένα χέρια λόγω τενοντίτιδας για ένα μήνα και είχα φλιπάρει που έπρεπε να με ταΐζουν.

Αυτό το ΥΓ δεν το πρόσθεσα στο προηγούμενο ποστ γιατί μου άρεσε να τελειώνει έτσι όπως τέλειωνε.

3.1.06

Ευχαριστώ για τα σχόλια, συνεχίστε, παρακαλώ. Στο μεταξύ:

Αχαχαχαχα. Το ποίημα που σύνθεσαν τα καλά μου αδερφάκια Γιώργος και Μαρίζα και μόλις έλαβα πάνω στη γιορτινή κάρτα (λεπτομέρεια: ο τίτλος της ζωγραφιάς της κάρτας είναι: «Χριστουγενιάου»):

Μεγάλη ιστιοπλόισσα και κάτι παραπάνω / ο νέος χρόνος να σε βρει στο Cutty Shark απάνω.
Δαμάζοντας τη θάλασσα, κρατώντας το τιμόνι / χτυπάς με το κατάρτι σου ένα μικρό γλαρόνι.
Γλαρώνει και το μάτι μου και βγάζει μια γυαλάδα / θα είναι που 'δα πάνω σου αυτή τη νιτσεράδα.
Χρόνια πολλά, καλή χρονιά ευχόμαστε στο τέλος / να κυβερνάς το σκάφος σου ωσάν να είναι βέλος!

Which reminds me of the μέρα (1995-6) που καθόμασταν βαριεστημένοι με το φίλο στο παλιό μου σπίτι στα Ιλίσια, φοιτητές, ορίζαμε ένα θέμα και γράφαμε από ένα ποίημα. Έψαξα (κρατάω τα πάντα - μέχρι και χρησιμοποιημένα προφυλακτικά, που λέει ο λόγος), τα βρήκα και τα αντιγράφω στην υγειά του.

Το καρούμπαλο (το δικό του ποίημα)
Μες στη χώρα του μετώπου / να σου μια καρουμπαλιά / του γελοίου του ανθρώπου / άλλη μια κακοτυχιά.
Φίλε, είσαι σα μαλάκας / με τ' αγγούρι που φοράς / μοιάζεις λίγο και με βλάκας / λίγο και με κερατάς.
Μα εγώ αδιαφορώ / στα αρχίδια μου κι αυτό / το καρούμπαλο γυαλίζω / και το μέλλον ατενίζω
τώρα πια με άλλο μάτι / και ας μοιάζω με σακάτη.

Το καρούμπαλο (το δικό μου ποίημα)
Θα σου δώσω μια μπουνιά / που θα χάσεις τον ντουνιά / θα σου κάτσω ένα σκαμπίλι / που θα γίνεις ροκαμπίλι.
Σ' το χα πει: θα σε πλακώσω / θα σε σκίσω, θα σε λιώσω / θα σου δώσω δυο κλοτσιές / να θυμάσαι και να κλαις.
Το πουλί θα σου τσακίσω / και μετά θα σε μαδήσω / στο κεφάλι κουτουλιά / και στ' αυτί μια δαγκωνιά.
Θα θυμώσεις και θα σκάσεις / όμως δε θα με ξεχάσεις / η αγάπη σου θα σβήνει / το καρούμπαλο θα μείνει.

Η αγάπη (το δικό του ποίημα)
Η αγάπη είναι πούτσα / που τους κάνει όλους λούτσα.
Τους μουσκεύει και τους βρέχει / κι ύστερα από λίγο τρέχει,
πάει πέρα, σ' άλλους τόπους / συναντά νέους ανθρώπους
και καθώς είναι μια πούτσα / και αυτούς τους κάνει λούτσα.
Φεύγει, πάει μακριά / σαν τρελή αποκριά,
μασκαρεύει το κεφάλι / και γυρνάει πίσω πάλι.
Η αγάπη είναι πούτσα / και τους ξανακάνει λούτσα.

Η αγάπη (το δικό μου ποίημα)
Την αγάπη κι αν την πλένεις / το σαπούνι σου χαλάς / σου βρομίζει και το μπάνιο / και μετά παραμιλάς.
Της γελάς με πονηράδα / κι αυτή κλάνει δυνατά / δείχνεις έξω τη λιακάδα / και σου δείχνει τα σκατά.
Το τυρί βάζεις στη φάκα / -θα της δείξεις τώρα εσύ- / περιμένεις σα λιγούρι / να πιαστεί το πι και φι.
Έρχεται λοιπόν η ώρα / πλησιάζει στο ψητό / το τυρί αρπά και φεύγει / και σ' αφήνει νηστικό.

Εγώ και οι άλλοι (το δικό του ποίημα)
Σκατά στα μούτρα σου, Μιχάλη / που θα μου πεις «εγώ κι οι άλλοι».
Η φαντασία σου μεγάλη / αν νομίζεις πως οι άλλοι
φαφλατάδες παπαγάλοι / καραγκιόζηδες μεγάλοι
στέκουν δίπλα στο εγώ μου / στο υπέροχο εγώ μου
χωρίς πρόβλημα κανένα. / Λοιπόν, σε χέζω και εσένα.
Εσύ, λοιπόν, κι οι άλλοι / είστε τρύπιο κουτάλι
είστε καραφλό κεφάλι. / Σκατά στα μούτρα σου, Μιχάλη.

Εγώ και οι άλλοι (το δικό μου ποίημα)
Καλημέρα σας, παιδάκια / θα σας πω μια ιστορία / από δω είμαι εγώ / κι από κει είναι οι άλλοι.
Αχ, γιατί να είναι έτσι / σαν το γιουβέτσι / ελάτε λίγο από δω / να 'ρθω λίγο πιο κει.
Αλλά βλακείες / αυτά γίνονται μόνο στις ταινίες.


Καλά μου αδερφάκια, ήμουν τότε στην ηλικία σας. Ευχαριστώ, όχι μόνο για το όμορφο ευχετήριο ποίημά σας, αλλά και επειδή εξαιτίας του θυμήθηκα εκείνη τη μέρα και συγκινήθηκα.

1.1.06

New template

Το έφτιαχνα για τις 27 Ιανουαρίου, που το μπλογκ μου έχει γενέθλια, αλλά δεν κρατιέμαι, θα του το φορέσω τώρα, που άλλαξε ο χρόνος. 2006: κάτι μου λέει ότι θα τα πάω καλά μαζί του εγώ. Καλωσήρθατε στο καινούριο μου μπλογκόσπιτο.