15.8.14

Τζέρτζελο σε ακατοίκητη νησίδα (εικόνες)


Είναι Παρασκευή 6.00 το απόγευμα και από το καφενείο στο επίνειο του μαστιχοχωρίου Ελάτα φαίνεται κόσμος να μαζεύεται στο μόλο - κόσμος με προορισμό τον Άγιο Στέφανο, το απέναντι ακατοίκητο νησάκι με το ομώνυμο ξωκλήσι, όπου το βράδυ στήνεται πανηγύρι για την επέτειο της ανακομιδής των λειψάνων του αγίου, την επομένη, 2 Αυγούστου.































Οι ηλικιωμένοι που ήρθαν από τη χώρα, 25 περίπου χλμ. βορειοανατολικά, και από διάφορα χωριά της Χίου, ανυπομονούν περισσότερο από τους νεότερους να επιβιβαστούν στις βάρκες που θα τους πάνε στο νησάκι με έκτακτα δρομολόγια, επειδή ενδιαφέρονται κυρίως να προσκυνήσουν και θέλουν να προλάβουν τη λειτουργία.































Ο βαρκάρης με το ψηλό καΐκι υποχρεώνεται από τον λιμενικό να χρησιμοποιήσει σκαμνάκι για να διευκολύνει την επιβίβαση, καθώς λίγο νωρίτερα μια γυναίκα γλίστρησε ανεβαίνοντας, χτύπησε στο κεφάλι και χρειάστηκε να μεταβεί στο Κέντρο Υγείας στο Πυργί, ευτυχώς χάνοντας μονάχα το φετινό προσκύνημα και λίγο αίμα.

































Εκτός από αυτούς που θα πάνε ακτοπλοϊκώς στον Άγιο Στέφανο, υπάρχουν και κάποιοι που ήρθαν ως εδώ για να γδυθούν, να μείνουν με τα μαγιό και να διανύσουν την απόσταση ως τη νησίδα κολυμπώντας - αφού βγουν πρώτα μια ομαδική αναμνηστική φωτογραφία.


































Οι κολυμβητές πέφτουν άτακτα στη θάλασσα υπό την επίβλεψη μηχανοκίνητου που κυβερνά ο πατέρας ενός από αυτούς - οι περισσότεροι είναι νεαροί αθλητές και πρωταθλητές της πισίνας, ανάμεσά τους και ο εμπνευστής αυτής της καθιερωμένης εδώ και λίγα χρόνια συνάντησης: ένας γυμναστής με καταγωγή από την Ελάτα.

































Ενώ μάζες ανθρώπων μετακινούνται ποικιλοτρόπως προς το νησάκι, στο καφενείο της Αγίας Ειρήνης (όπως ονομάζεται το επίνειο της Ελάτας) υπάρχει σχετική αδιαφορία για τους εορτασμούς και η συνήθης πάνω κάτω προσήλωση στη θερινή καθημερινότητα.

































Οι πρώτες φουρνιές επιβατών καταφτάνουν στον Άγιο Στέφανο πάνω στα καΐκια ανά δεκάδες, έχοντας πληρώσει κόμιστρο 3 ευρώ το άτομο (συν άλλα 3 η επιστροφή) - ανάμεσά τους βρίσκονται οι ψήστες, οι οργανοπαίκτες και ο παπάς, που μάλλον ταξίδεψαν τιμής ένεκεν.



Στο παραλιάκι λίγο πιο πέρα από το πηγαινέλα των καϊκιών, αθλητικοί σάκοι στοιχισμένοι στην άμμο από γονείς και συγγενείς υποδέχονται τους κολυμβητές που διανύουν την υγρή διαδρομή 2.000 μέτρων παρά κάτι και που ήδη, ένας ένας, τερματίζουν αυτόν τον άτυπο αγώνα ανοιχτής θάλασσας χωρίς επισημότητα και έπαθλα.

































Όσοι επισκέπτες δεν είναι διατεθειμένοι να αποχαιρετήσουν το νησάκι και να επιστρέψουν στη χιώτικη ακτή μέχρι τις 2 μετά τα μεσάνυχτα, ώρα που οι βάρκες παύουν τα δρομολόγια για να τα ξαναρχίσουν το επόμενο πρωί, έχουν φροντίσει για τη διανυκτέρευσή τους σε σκηνές, οι οποίες πιθανότατα θα ξεστηθούν αρκετές μέρες μετά τη μαζική επάνοδο.



Τα όργανα θα αρχίσουν μόλις πέσει ο ήλιος και ανέβει η τσίκνα από τις ψησταριές - και το γλέντι που κάθε χρόνο τέτοια μέρα αναστατώνει την πανίδα του Άγιου Στέφανου και των δύο διπλανών νησίδων θα κρατήσει μέχρι ο ήλιος να ανατείλει ξανά.


14.6.07

Τα βάσανα της αγάπης

(διαβάζεται ανά στήλη)

Νίκος Εγγονόπουλος / Φαμ Φρακτάλ, έργο 9

Καθώς ανέμισαν / Καθώς με άγγιξε
τα μαλλάκια της / το Impulse
έτσι μπροστά στα μάτια / η φυσική του ή όχι
μου / μυρωδιά
λες και σαν ξαφνικά να ξύπνησα / λες και σαν ξαφνικά να ξύπνησα
και για πρώτη φορά / και για πρώτη φορά
την είδα / τον είδα
-και την επρόσεξα- / -και τον επρόσεξα-
την ωραία / τον ωραίο
νεαρή / ώριμο
κόρη / άντρα

με συνεκίνησε / με αναστάτωσε
η αρμονία / το γερό του
των κινήσεών της / πάτημα
η ραδινότης των μελών / η στιβαρότητα του πηγαινέλα
του κορμιού της / των μπράτσων του
η γοητεία του βλέμματός / η γοητεία των γκρίζων
της / του μαλλιών
η απαλή στρογγυλάδα / η ήρεμη δύναμη
των μαστών της / των γλουτιαίων του
η όλη χάρη τέλος / η όλη ασφάλεια τέλος
που ανεδίδετο / που υποσχόταν
από το / αυτό το
κομψό / καλοχτισμένο
ολόδροσο / έμπειρο
πλάσμα / σώμα

κι αμέσως σκέφτηκα
/ κι αμέσως σκέφτηκα
-και «φιλοσόφησα»- / -και «φιλοσόφησα»-
ο νους μου πήγε / ο νους μου πήγε
στον αγαθό εκείνον / στη χαζοβιόλα εκείνη
που μπορεί κάποτε / που στάνταρ κάποτε
-μα είμαι βέβαιος- / -βάζω και στοίχημα-
να υποφέρη / υπέφερε
μαρτυρικά / μαρτυρικά
να δυστυχήση / δυστύχησε
σα θα φαντάζεται / περιμένοντας
πως έχει σκέψη / πως θα 'χε στοργή
κι έχει ψυχή / και κατανόηση
το τρυφερό / η θεϊκή
το αιθέριο / η σέξι
το / η
πλασματάκι / κορμάρα

και να ματώνη η καρδιά του / και έκλαιγε γοερά
ν’ απελπίζεται / κι απελπιζόταν
ως θ’ αποδίδει / καθώς μάταια περίμενε
έστω και / τη μίνιμουμ έστω
κόκκο νου / ευαισθησία
στ’ ολότελα / από τη μεγάλη
άδειο / μονάχα
μικρό / ως μυ
κρανίο / καρδιά

Επανάληψη εδώ.

15.3.07

7 ταινίες

Ντριπλάρω με την πάσα του spi_der, αλλά θα σουτάρω χωρίς να δώσω την μπάλα, αν δε σας πειράζει.

Από την (μη αξιολογική) λίστα μου λείπουν κλασικά αριστουργήματα, αγαπημένες σχολές, σκηνοθέτες στων οποίων το φαν κλαμπ ανήκω. Όταν όμως από χιλιάδες ταινίες διαλέγεις 7, περιλαμβάνεις αυτές που «μιλάνε κατευθείαν στην καρδιά σου».

ΕΦΤΑ : // Αταίριαστοι εραστές (The accidental tourist, 1988). Το ξεμπρόστιασμα της πλάνης ότι «ταιριαστοί» είναι είναι οι άνθρωποι με τις κοινές καταβολές, τα κοινά γούστα, ακόμα και τους κοινούς κώδικες. Πιστεύω περισσότερο στα ανεξήγητα αισθήματα που δημιουργούνται από το μαζί και στο ποιος είσαι όταν είσαι με το avec σου, παρά στην αγάπη που μεθοδεύεται από το εντυπωσιακό άθροισμα των κοινών στοιχείων. Και λατρεύω την Τζίνα Ντέιβις στη σκηνή του πλυσίματος πιάτων, που τραγουδάει με μια γοητευτική αφέλεια: «Ι'm gonna lasso Santa Claus / and the reason is because / I know a boy and girl he never goes see / he never brings 'em toys like me...».

ΕΦΤΑ : // Ο υπέροχος Γκάτσμπι (The great Gatsby, 1974). Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Ωστόσο/γι' αυτό, κλαίω πάντα με τη μοναχική γοητεία του βαθιά θλιμμένου Γκάτσμπι, κλαίω με τα άσβεστα (ή εμμονικά) ρομαντικά αισθήματα για τη ρηχή, ματαιόδοξη Ντέιζι. Ο άντρας που ξοδεύει μια ολόκληρη ζωή για να αποκτήσει το στάτους που θα του επιτρέψει να κερδίσει ένα ήδη χαμένο παρελθόν, παγιδευμένος μέσα στην προσωπική του ηθική, λάμπει μέσα στη φάκα μιας αλλοπρόσαλλης Αμερικής. Στη σκηνή του φόνου ανατριχιάζω: αποπνικτική ζέστη, υδρατμοί από την πισίνα, τζιτζίκια, η αίσθηση κινδύνου σαν ένοχη αύρα μέσα από τις κουρτίνες, τα χρυσά μαλλιά του Ρόμπερτ Ρέντφορντ - το άδοξο τέλος.

ΕΦΤΑ*: // Αίμα και πάθος (The hunger, 1983). Χρόνος. Αχρονία. Αιωνιότητα. Μεταφυσική. Ερωτισμός. Απόγνωση. Θάνατος. Αίμα. Πάθος. Ντέιβιντ Μπόουι: Τα θέματά μου. Μερικοί ακόμη λόγοι για τους οποίους η ταινία αυτή βρίσκεται ακόμα γραμμένη στη μοναδική βιντεοκασέτα που δεν έσβησα/πέταξα: Το πεπερασμένο της αγάπης. Το fast forward των γερατειών. Ο χρόνος που δεν κουρδίζεται κατά πώς θέλουν τα αισθήματα. Η ερεθιστική σκηνή σεξ στο κλαμπ (ναι, εντάξει, με την υπόκρουση Bauhaus). H πολλών ερωτικών μεγατόνων σκηνή σεξ/μύησης μεταξύ της Κατρίν Ντενέβ και της εξωφρενικά σέξι Σούζαν Σαράντον. «Forever...?» «...and ever»: μια ουτοπία - ακόμα και για τα βαμπίρ.

ΕΦΤΑ*: // Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι (Ultimo tango a Parigi, 1972). Η χορταστική μπρουτάλ αρσενική ενέργεια του Μάρλον Μπράντο απορροφάται και στέλνεται πίσω πολλαπλάσια από ένα θηλυκό πλάσμα που ευκρινές (και υπέροχο) περίγραμμα έχει μόνο το σώμα της, όχι η σεξουαλικότητα που αντλείται από αυτό: αυτή ξεφεύγει από χίλια δυο σημεία και πλημμυρίζει το χώρο, το χρόνο και το πλάνο. Το ωμό σεξ μπαίνει σε υπαρξιακή τροχιά. Ο θεός Μπράντο ερεθίζει και τις πέτρες. Χαμογελάστε ειρωνικά όσο θέλετε με το κλισέ που ακολουθεί, αλλά «η σοφία του κορμιού είναι παροιμιώδης». Τέτοια, που το δύστυχο το μυαλό αδυνατεί να ακολουθήσει. Και είναι αυτό ακριβώς που φέρνει την τραγωδία. (Α, να μην ξεχάσουμε και το υπέροχο μουσικό θέμα.)

ΕΦΤΑ*: // Funny bones, 1995. Ταινία που είδα σε ένα φεστιβάλ στο Σινέ Παρί στην Πλάκα - απ' όσο ξέρω, δεν είχε κανονική διανομή εδώ, αν και πολυβραβευμένη (επίσης, η τελευταία ταινία του Τζέρι Λιούις). Το γνωστό θέμα του τσίρκου που χαρίζει γέλιο αλλά κρύβει δυστυχία και σκοτεινά (φρικτά, για την ακρίβεια) μυστικά, στην καλύτερή του εκδοχή. Κάποτε οι γελωτοποιοί και οι σιαμαίες γυναίκες ήταν η μοναδική (και πολύ δημοφιλής) διασκέδαση των φτωχών - σέβομαι το γέλιο που πηγάζει από την επαφή με το παράδοξο, το γέλιο που εμπεριέχει θαυμασμό και δέος προς το «τέρας της φύσης» και εντέλει στοιχειοθετεί σχέση ισότητας ανάμεσα σε θεατή και θέαμα (το γέλιο αυτό σήμερα καταργήθηκε ως προσβλητικό, και τη θέση του πήρε ο οίκτος, ως... κατανοητός...). Όμως το τσίρκο μού αρέσει κυρίως επειδή είναι μια αλληγορία της ζωής έτσι όπως τη βλέπω εγώ: Ζητάμε να ευθυμήσουμε ενώ υπάρχουν δεκάδες λόγοι για να κλάψουμε. Τελικά γελάμε, αλλά όχι τελευταίοι.

ΕΦΤΑ*: // Πισότε, το χαμίνι του Σάο Πάολο (Pixote: A lei do mais fraco, 1981). Ένα άλλο θέμα που απαντά συχνά στην προσωπική μου αντζέντα: παιδικότητα. Και βέβαια ο βιασμός αυτής. Η βία ενός ενήλικου κόσμου γεμάτου εγκληματικότητα καρφιτσώνεται στη φασκιωμένη στα σπάργανα ψυχή προκαλώντας αιμορραγία μεγαλύτερη από αυτήν του Χριστού πάνω στο σταυρό (δεν ξέρω πώς μου 'ρθε αυτή η παρομοίωση, αλλά θα την αφήσω). Η σκηνή που με έκανε να κλάψω είναι αυτή στην οποία μητρική αγάπη και σεξ γίνονται ένα κουβάρι - το μοναδικό, ωστόσο, αποκούμπι για ένα αγόρι με χαλασμένο από το πιστολίδι και τον παραλογισμό στομάχι.

ΕΦΤΑ*: // Το μυστικό του Brokeback Mountain (Brokeback mountain, 2005). Αν και πολύ πρόσφατη, είναι μέσα στις εφτά, γιατί είναι εντελώς μέσα στα χωράφια μου (κυριολεκτικά): Το απόλυτο ρομάντζο, που γεννιέται μέσα από τη ζωή στο ύπαιθρο - είναι γνωστό τοις πάσι (λέμε τώρα) ότι, όσον αφορά την ερωτική συνεύρευση, πουλάω εύκολα καθετί αεροπλανικό ή ταμπασκούχο, για έναν πόθο στα στάχυα (στον ελαιώνα, στην ακροθαλασσιά...) - και κυρίως κάτω από τα σύννεφα. (Πείτε με χίπισσα, πείτε με βουκόλα, αλλά ετοιμαστείτε να σας προσβάλω κι εγώ, π.χ. ως ευνούχους του νεροχύτη). Το μινόρε κάντρι μουσικό θέμα bold-άρει τη βασική συνιστώσα του ανεκπλήρωτου. Η ερωτική σκηνή είναι εκπληκτική και ερεθιστική. Η σπουδή των χαρακτήρων και της αντιφατικότητάς τους έμπειρη. Ή μάλλον... ξεχάστε όλα τα ανόητα παραπάνω - μία λέξη είναι αρκετή: αριστοτέχνημα.

7.3.07

Τhe true friends of Stamatis Gardelis' (detail)

Κούλα, πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος κτλ.

Πάντως εγώ πάντα τον Πάνο Μιχαλόπουλο ήθελα, όχι το Γαρδέλη. Για λίγο αμφιταλαντεύτηκα πρόπερσι που είδα το Σταμάτη στο Ηρώδειο (θεατή) με τόταλ μπλακ λουκ. Αλλά όταν γύρισα σπίτι θυμήθηκα το γυμνό Αχιλλέα στην Ιφιγένεια του Κακογιάννη και επανήλθα. Μακάρι μόνο, μαζί με τα Τσακάλια, να είχα προλάβει και τη Φιλουμένα Μαρτουράνο, με το θίασο της Λαμπέτη, με Μιχαλόπουλο πιτσιρίκι.

3.3.07

Η εφαψίας

Λε Πριτς, και όποιος άλλος ενδιαφέρεται, ορίστε. Όπως ακριβώς δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cool # 13:

«Γιατί δεν παίρνεις ένα αυτοκίνητο;» Ο χιλιοστός που μου κάνει αυτή την ερώτηση. Αυτή τη φορά είναι ένας παλιός συνάδελφος που θεωρεί ότι με ξέρει τόσο καλά ώστε να με συμπονάει με τακτ μέρα μεσημέρι. Του σερβίρω κι αυτουνού την κασέτα με την οικολογική συνείδηση. Έχω κέφια, γι’ αυτό βάζω και γαρνιτούρα: «Αυτή η εφεύρεση ήταν χρήσιμη όταν οι άνθρωποι έκαναν ακόμα οικογένειες με παιδιά και είχαν με τι να γεμίσουν ένα ΙΧ». Με ένα περιφρονητικό βλέμμα για χωνευτικό τού ξεκαθαρίζω μια και καλή ότι θα έπρεπε να ντρέπεται που κυκλοφορεί με αμάξι στην Αθήνα.

Μετά κάνω μεταβολή και κατευθύνομαι προς το σταθμό του μετρό γεμάτη έξαψη από την υπερβολή της αντιπαράθεσης. Ένα ανέλπιστο ζέσταμα για το ταξίδι μέσα στο γεμάτο συστάδες κορμιών βαγόνι.

Στις κυλιόμενες σκάλες, καθώς ο αέρας φυσομανάει από τα υπόγεια, ακούω το τρένο να ’ρχεται. Πρέπει να το προφτάσω – είμαι σε υπερδιέγερση και δεν μπορώ να περιμένω το επόμενο. Βροντώδες τρεχαλητό στα σιδερένια σκαλοπάτια. (Παλιά για ζέσταμα γλιστρούσα καθισμένη στην κουπαστή.) Το προφταίνω. Μ’ ένα πήδημα πάνω από το χάσκον κενό, πέφτω ορμητικά μέσα σ’ ένα πλήθος ορθίων. Με παίζουν για λίγο σαν μπαλάκι τινάζοντάς με από δω κι από κει. Αρπάζω μια χειρολαβή. Το τρένο ξεκινάει κι εγώ βυθίζομαι αργά και επώδυνα μέσα τους.

Με χτυπάνε αλύπητα από παντού σινιάλα δέρματος, αστραφτερά και μοχθηρά σαν χαμόγελα-με-δόντια μαύρων ράπερ σε πορνό βιντεοκλίπ. Αισθάνομαι μύες που τρέμουν όπως όταν εκτελούν ροκανίσματα, αρτηρίες που σπαρταράνε στους λαιμούς. Αδένες - αντένες κινητής φιληδονίας ακτινοβολούν ερεθιστικά πάνω μου. Κορμιά, κορμιά παντού. Δεν μπορείς να τα αγνοήσεις. Πάνω τους σέρνεται το άγνωστο χάδι μου.

Ο συρμός κάνει ένα συγκλονιστικό φρενάρισμα, λες και σταματάει ειδικά για να με πετάξει έξω. Βγαίνω σκυφτή, κρύβω το χέρι στην τσέπη, κρύβομαι ολόκληρη δέκα βήματα παρακάτω, στη στροφή για την Έξοδο. Περιμένω να φύγει το τρένο και να αναληφθούν στις κυλιόμενες όλοι οι επιβάτες. Μετά επιστρέφω στην έρημη πλατφόρμα. Βγάζω το χέρι απ’ την τσέπη να πάρει αέρα. Καθίζω με κούραση στα άδεια καθίσματα. Το παγωμένο τους μέταλλο μου κάνει καλό, με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Τεντώνω μπροστά τα πόδια μου για να σταματήσουν να τρέμουν τόσο παράλογα. Κρακ κρακ κρακ, μια δυο διατάσεις για τον αυχένα, τους ώμους, την πλάτη. Σιγά σιγά επιβραδύνεται και ο σφυγμός μου. Μέχρι να φτάσει ο επόμενος συρμός, έχω κατακτήσει την αταραξία του αθώου.

Κουλ έως και νωχελικά, μπαίνω στο όχι και τόσο γεμάτο αυτή τη φορά βαγόνι. Βρίσκω θέση στο παράθυρο και καθίζω. Τώρα εντάξει, θα είμαι ήσυχη – τρίβω τα χέρια στα δικά μου μπούτια μόνο. Ο διπλανός μου με κοιτάζει σαν να με δείχνει με το δάχτυλο: «Εσύ δεν είσαι που;… Μην τολμήσεις!». Εγώ, ναι, μα δε φταίω, μίστερ. Το φθινοπωρινό πλήθος μέσα στο μετρό είναι πρώτης ποιότητας. Τα σώματα, you know, δεν έχουν ακόμα λουφάξει στα χειμερινά τους μίζερα σύνορα, αλλά ούτε και είναι απλωμένα άχαρα σαν τραχανάς στον ήλιο, όπως το καλοκαίρι. Έχουν μεν μπει μέσα σε ρούχα (ρούχα-ρούχα, όχι τιράντες και χαμηλωμένα μπατζάκια σε διακοσμητικό ρόλο), αλλά είναι και σε πόλεμο μ’ αυτά. Κάνουν επιθέσεις στις ραφές, δίνουν μάχες με τα φερμουάρ και τα κουμπιά – δεν το βλέπεις; Ξέρουν ότι ο καιρός δε θα είναι μαλακός για πολύ ακόμα και ότι η διαστολή της σάρκας παίζει τώρα στη δεύτερη παράταση: η πρώτη έληξε το Σεπτέμβρη, μόλις το σημάδι απ’ το μαγιό έσβησε, τα πέναλτι θα εκτελεστούν το Νοέμβρη από τα τελευταία πόδια χωρίς καλσόν. Όταν λοιπόν τελειώσουν τα φθινόπωρα, κύριε, τότε μπορεί κι εγώ να σταματήσω να χαϊδεύω αγνώστους. Μπορεί ακόμα κι αυτοκίνητο να πάρω.

Ο μεσιέ σηκώνεται να φύγει χωρίς να έχω τολμήσει να του κάνω τίποτα κι εγώ υποψιάζομαι ότι το παραμύθι με τα φθινόπωρα μπάζει από παντού – λες και όταν περάσουμε πάλι στα «χειμερινά μίζερα σύνορα» της σάρκας θα ταξιδεύω στο μετρό με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Whatever. Αυτό που τώρα με απασχολεί είναι ένα κόκκινο πανί που έχω δει από ώρα: ένα σφιχτό άσπρο παντελόνι με υποψία στρινγκ που έχει ακουμπήσει στο πλαϊνό μέρος της διπλανής, άδειας πλέον, θέσης. Εγκαθίσταμαι εκεί. Είπαμε, θα είμαι ήσυχη. Γέρνω μόνο λίγο προς το μέρος της και την ακουμπάω με το μπράτσο μου. Υγρός σπασμός αλληλούια. Εκείνη ούτε που παίρνει είδηση τη σκοπιμότητα του αγγίγματος.

Ο συρμός πέφτει σε αναταράξεις. Δε βλέπω για ποιο λόγο να μην κρατήσω αυτή τη στάση μέχρι να φτάσω στο τέλος της διαδρομής.

27.2.07

«Η ζωή είναι ωραία»

-Θα έρθω να συμφωνήσω.
-Εγώ, πάλι, θα φύγω να διαφωνήσω.

16.2.07

Έτσι το κάνουμε στη Χίο!


Λεζάντα: Ο νεκρός (αρκούντως ντίρλα) και η κουστωδία του ετοιμάζονται για την καθιερωμένη προστυχοκηδεία της καθαράς Δευτέρας στο χωριό Άγιος Γιώργης Συκούσης. (Αυθεντική, περσινή φωτό.)

2.2.07

Μοδίστρες

-Μα να μπαινοβγαίνει εδώ μέσα ο πάσα ρέλας;
-Και μάλιστα ανά φάσα στιγμή;
-Ε άει κασμίρ...

19.1.07

Ο μέλλων χρόνος πέρασε και το κουνέλι σιγοβράζει

«Μια ζωή είναι, θα περάσει». Την πρώτη φορά που το άκουσα γέλασα κελαρυστά. Τις σκόρπιες επόμενες άκουσα ένα αργόσυρτο σούρσιμο που δε σταματά ποτέ, όπως ο ήχος των αλυσίδων στα πόδια των φαντασμάτων. Τον τελευταίο καιρό η φράση αυτή δε μου προξενεί τίποτα. «Μια ζωή είναι, θα περάσει». Θα; Περνάει τώρα. Πέρασε. Μ' ένα «τσα» μπορώ να μπω στο μακρινό μέλλον, που βρίσκεται μόλις δυο βήματα παραπέρα, στην άκρη του σταθμού. Η Μπήλιω Τσουκαλά, που παίζει αυτή τη στιγμή, γίνεται ανάμνηση από τα παλιά χρόνια, κάπου στα 00s, όπως και τα μαλλιά μου χωρίς άσπρες τρίχες (άντε δυο τρεις) και οι φίλοι μου. Λένε πως όταν κάνεις παιδιά ο χρόνος περνάει πολύ γρήγορα. Θα πρέπει να έμειναν στη γιαγιά σήμερα τα δικά μου.

Είναι όπως όταν μισοξυπνάς το πρωί και πρέπει να σηκωθείς γιατί βιάζεσαι τρελά, αλλά δεν το κάνεις γιατί νυστάζεις. Κάτω από τα βλέφαρά σου περνάει όλο το επόμενο μισάωρο: σηκώνεσαι, πας στο μπάνιο, κουτουλάς στην πόρτα, κατουράς, πλένεσαι, ντύνεσαι. Όλο το επόμενο μισάωρο περνάει σε ένα δευτερόλεπτο. Είσαι στο κρεβάτι, αλλά έχεις ήδη πλύνεις τα δόντια σου. Είσαι αδρανής, αλλά έχεις φτάσει κιόλας στο τέλος.

Αλλά και το παρελθόν δε φαντάζει πια μακρινό. Μόνο ακατανόητο. Έχει συρρικνωθεί, και το παρόν δεν το διαχωρίζει πια από το μέλλον.

Η μοναξιά είναι το φίλτρο που πολώνει τα χρώματα και με κάνει να βλέπω καθαρά τον ορίζοντα. Μοναξιά - γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε; Δε φοβόμαστε τις λέξεις. Αλλά ούτε και τη σημασία τους, εδώ που τα λέμε. Η μοναξιά δεν είναι κάτι φοβιστικό, είναι κάτι ενοχλητικό. Πολύ ενοχλητικό. Σε κάνει κατ' αρχάς να βαριέσαι. Σε κάνει να λειτουργείς ρομποτικά. Σε κάνει να ξεσυνηθίζεις την παρέα και να διστάζεις να την επιδιώξεις. Σε κάνει βαρύθυμο. Σε κάνει, εντέλει, κι εσένα βαρετό. Και αλλόκοτο. Και σου μαθαίνει να βλέπεις τη ζωή αποστασιοποιημένος, ως όλον, ως μια μικρή σφαίρα, στο μέγεθος του πλανήτη του Μικρού Πρίγκιπα: μέχρι να παρακολουθήσεις το ένα ηλιοβασίλεμα, σε προλαβαίνει το άλλο.

Αλλά και τα παιδιά, όπως το βλέπω, δε λύνουν το πρόβλημα, παρά για μια εικοσιπενταετία στην καλύτερη. Ο πατέρας μου βγήκε στη σύνταξη και πελαγοδρομεί σε μια απέραντη θάλασσα ματαιότητας. Ίσως σε αυτή τη φάση τα εγγόνια λειτουργούν ως νέα, δυνατή ένεση. Αλλά έτσι που τα 'φεραν οι καιροί, κανείς δε δικαιούται να βασίζεται σ' αυτά.

Ίσως τελικά η Γκλεν Kλόουζ στην Ολέθρια σχέση να μην ήταν τόσο τρελή για δέσιμο. (Άσχετο: πόσο θα ήθελα τώρα μερικά bars δημητριακών.) Ίσως να την είχε βαρέσει η πολλή μοναξιά. Της το λέει κι ο Μάικλ Ντάγκλας: «You're so sad. You know that, Alex? Lonely and very sad». Όχι τρελή, άντε έτσι. Γιατί το χειρότερο που σου κάνει η μοναξιά είναι αυτού του είδους η παράνοια: μόλις πέσεις πάνω σε μια ωραία μη μοναχική εμπειρία, προσκολλάσαι σ' αυτήν σαν να μην υπάρχει αύριο. Επειδή ξέρεις ότι δεν υπάρχει.

Γι' αυτό, παιδιά, μακριά από μόνους ανθρώπους. Μπορεί να σας γραπώσουν και να μαγειρέψουν το κουνέλι σας. Αφήστε τους να ζήσουν τη ζωή τους όπως τη ζουν. Θα τους πάρει πολύ λίγο.


(Κάντε μου τη χάρη να μην υποκύψετε στην παρόρμηση να κάνετε σχόλια συγκαλυμμένου οίκτου. Θα το εκτιμήσω.)

9.1.07

It's the end of the feed as we know it

Ότι θα κατέληγε και το monitor (ε; ποιο;) στο Blog Cemetery, ε αυτό πια δεν το περίμενα.

Δεν ξέρω αν η λέξη «σπαζοκλαμπάνιας» (αγαπημένη της παραληρηματία και εσχάτως κωλοσφιξούρας isobel) υπάρχει στα λεξικά (δηλαδή μπορώ να μάθω σε 5 λεπτά, αλλά προτιμώ να διαθέσω τα 5 λεπτά που μου περισσεύουν σήμερα στο να βράσω το βραδινό αφέψημά μου «έναστρος ουρανός»), αλλά θα μπορούσε ο ορισμός της να είναι ο εξής: (σπαζοκλαμπάνιας ίσον ο) άνθρωπος που, αν και δεν είναι απαραίτητο να παραλογίζεται (αν βέβαια σκύψεις με υπομονή πάνω από τα επιχειρήματά του και επιδείξεις λεπτή ευαισθησία και μπεις στη θέση του), εντούτοις αναλώνει την ενέργεια των άλλων στρέφοντάς την προς τον εαυτό του, αντί να συνεισφέρει ενεργειακά σε ένα δοθέν σύνολο ή έστω να αφήσει το δοθέν σύνολο να ενεργεί(ται) με την ησυχία του.

Χμ. Νομίζω πως αυτός ο ορισμός είναι κάπως ζεν (με τη noheathen-ια έννοια του όρου). Ας ξαναπροσπαθήσω: (σπαζοκλαμπάνιας ίσον ο) μάγος που, αν και δεν είναι απαραίτητο να έχει βγάλει τη Σχολή Ταχυδακτυλουργών Νέας Ιωνίας (αν βέβαια κάτσεις και ψάξεις τα διπλώματά του και τις αρχεία του προέδρου Ελλήνων Ταχυδακτυλουργών Βαλτάσαρ), εντούτοις, καθώς ένα ποτάμι έρχεται προς το μέρος του, επιλέγει να πάρει τη μορφή βουνού και να του φράξει το δρόμο, αντί να πάρει τη μορφή παραπόταμου και να ενωθεί μαζί του δυναμώνοντάς το, ή έστω να λουφάξει ως πεδιάδα και να αφήσει το ποτάμι να κυλήσει με την ησυχία του.

Οχ.
Ο ορισμός αυτός είναι κάπως χίπικος, με την έννοια του noheathen πάντα, δηλαδή «αυτός που αναφέρεται στη φύση, ο μη αστικός», αν καταλαβαίνω καλά, ε noheathen; διόρθωσέ με. Άσε που ο kouk θα τσινούσε κάπως με τη λέξη «επιλέγει» και θα επισήμαινε ότι κάποιος ελαττώνει την γκάμα επιλογών του μάγου χωρίς αυτός να συναινεί. Ας κάμω άλλη μια προσπάθεια:

(σπαζοκλαμπάνιας-συνώνυμα): μαστροχαλαστής καλής διάθεσης, φτεροκόφτης των ρομαντικών+θετικών+πρακτικών υπάρξεων του κόσμου (ντέσμον) τούτου, σομελιέ νεύρων, σαμποτέρ του εθελοντισμού, λαμπατέρ, εκλέρ, καρμπιρατέρ, κολιμπρί, αμπαλάζ, μιξάζ (καμία σχέση το καινούριο με το παλιό)
Fuzz, φέιθ νο μορ, σέικ σέικ σέικ σέικ σέικ μι αμόρ, ζαβαρακατρανέμια και γενικώς βαβούρα, που για καλό δεν είναι (παιδιά, λίγη ησυχία, δεν μπορώ τη βαβούρα, γι’ αυτό και μ’ αρέσει ο Τζώννυ Βαβούρας όταν δεν κάνει βαβούρα).

Βασικά σόρι για την ανάλαφρη ειρωνία, αλλά μου βγαίνει φυσικά κι αβίαστα, σταθερά κι αμείωτα, έτσι, την αφήνω κι εγώ να κυλήσει, όπως το ποτάμι που λέγαμε παραπάνω (καμία σχέση). Αυτό που ήθελα να πω είναι, τώρα που το
monitor έκλεισε και δε με διαβάζει κανείς και μπορώ να λέω τη γνώμη μου άφοβα, ότι, τώρα που το monitor έκλεισε και δε με διαβάζει κανείς και μπορώ να λέω τη γνώμη μου άφοβα, ότι, τώρα που το monitor έκλεισε και δε με διαβάζει κανείς και μπορώ να λέω τη γνώμη μου άφοβα, ότι η λούπα της ενοχλητικής μύγας μπορεί να προκαλέσει απρόβλεπτες αντιδράσεις στον άνθρωπο. Put the blame on μυγ. Καλά, ούτε αυτό ήθελα να πω, τέλος πάντων. Σταματώ εδώ. Ή μάλλον όχι: αξίζει ίσως να προσθέσω ότι από τα σχόλια στο αρχικό ποστ του vrypan με εκφράζει περισσότερο το σχόλιο του ghteytria, το #69 (καλά, αυτό δεν μπορεί να είναι τυχαίο).

Αγαπητέ vrypan, αντίο κι ευχαριστώ για τα π(ο)σ(τ)άρια.

5.1.07

Ας βάλω μια πινελιά multimedia στο μπλογκ μου κι εγώ πια

Ακριβώς ανάμεσα στην ατέρμονη ξάπλα που έριξα τις γιορτές και στο άγχος για το ότι οι μέρες της ξεκούρασης είναι μετρημένες, έκανα πολύ απ' αυτό που σκοτώνει τη μουσική. Μία από τις ανακαλύψεις μου για τις οποίες είμαι τγεζ εγέζ είναι ο παρακάτω βαρύτονος τοπολάτρης. Θα μου πεις, περσινά ξινά σταφύλια, ρε κοπελιά. Ε όχι και ξινά, ε όχι και ξινά!

Richard Hawley - Coles Corner


ΥΓ. Αν και το The Ocean θεωρείται το σούπερ τραγούδι του, εγώ κόλλησα με αυτό, διότι μιλάει για τον Μπακάκο του Σέφιλντ - ξέρετε τώρα πόσο εκτιμώ τις μνήμες, τα σημεία αναφοράς κτλ. κτλ. Πόσω μάλλον που αμφιβάλλω πολύ αν θα ακούσω ποτέ τραγούδι για τον Μπακάκο της Ομόνοιας, και γενικότερα τραγούδια για το περιβάλλον στο οποίο ζω, καθώς οι ντόπιες συγκινήσεις δεν πολυσυγκινούν τους wannabe stars της εγχώριας (αχ, ρε γαμώτη) ροκ/ποπ σκηνής. Σταματώ εδώ, επειδή το θέμα αυτό είναι μεγάλο για να το ανοίξω σε υστερόγραφο και επειδή όταν αρχίζω να κάνω κήρυγμα ειλικρινά δεν αντέχομαι.

4.1.07

Τι είπαμε εγώ και το νέον έτος στην πρώτη μας συνάντηση

-Am I going to have a problem with you, 007?
-No, don't worry, you're not my type.
-Smart?
-Single.

14.12.06

Did the math

-H ελπίδα ασχημαίνει.
-Επίσης η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
-Άρα θα πεθάνουμε άσχημες.

2.12.06

Country BlueGrass Blues & Other Music For Uplifting Gormandizers

Μπορεί να μην πρόλαβα να δω από κοντά

-τους Δίδυμους Πύργους
-τη Νέα Ορλεάνη
-τη Χαμπαντότα
-τα γιγάντια αγάλματα του Βούδα,

πρόλαβα όμως να πιω μια μπίρα στου CBGBs.

30.11.06

Πώς σε λένε;

-Μία. Από το Καμία.
-Σία. Από το Μαφία.
-Τία. Από το Μαρία.

23.11.06

Χέλια και δαχτυλίδια

Είχαμε ραντεβού. Άργησες πάλι. Τα ραντεβού μας είναι πάντα στο περίπου. Μου είπες: «Είχα τη μικρή. Πάμε στο ουζερί στο λόφο» και ξεκίνησες να περπατάς χωρίς να περιμένεις να πω αν συμφωνώ. Έτρεχα για να σε προλάβω· περπατάς πάντα μ’ αυτά τα τεράστια βήματα – σαν να έχεις προϋπηρεσία στα βουνά, με μια φλογέρα κι ένα ραδιοφωνάκι κάτω από τη μαύρη κάπα.

Στο δρόμο κάτι σου έπεσε χωρίς να το καταλάβεις. Ένα ροζ βραχιολάκι. Απόρησα. Ροζ; Δε με είδες που το μάζεψα. Ώρες αργότερα, μετά τα ούζα στο λόφο, ακόμα δεν είχες καταλάβει ότι το είχες χάσει. Παράγγειλες κι άλλο χέλι. «Το χέλι είναι πολύ καλύτερο από το σολομό» είπες και σηκώθηκες να πας στην τουαλέτα. Έβγαλα το βραχιολάκι απ’ την τσέπη μου. Είχε ένα άγνωστο λογότυπο πάνω.

Δεν άγγιξα το χέλι – ούτε τον πρώτο ούτε το δεύτερο γύρο. Δεν τρώω χέλι, δεν το ξέρεις, αλλά από το ταξίδι του μέλιτος έχω να φάω. Ταξίδι στο δρόμο, ένα αυτοκίνητο, δύο σκηνές, νιόπαντροι, είχαμε πάρει μαζί και ένα ζευγάρι φίλων που δεν είχαν λεφτά για διακοπές. Πηγαίναμε στην Κεφαλονιά. Κοντά στην αρχαία Ολυμπία, κάτσαμε να φάμε. Μια απέραντη ταβέρνα, ατέλειωτες σειρές τραπεζιών στη σειρά, παιδάκια-γκαρσόνια να τρέχουνε με τους δίσκους κι όλοι να τρώνε χέλια. Παραγγείλαμε κι εμείς αυτό για το οποίο ήταν διάσημο το μαγαζί.

Οι φίλοι ζήτησαν να δουν τις βέρες μας. Ήταν κάτι παράξενα δαχτυλίδια, τρεις κρίκοι με τα τρία χρώματα του χρυσού μπλεγμένοι μεταξύ τους. Τις φορούσα και τις δύο εγώ, που δε μ’ ενοχλούσαν. Τις έβγαλα για να τις δείξω. Μετά ήρθε η παραγγελία, οι βέρες ξεχάστηκαν, ήπιαμε, φύγαμε, την άλλη μέρα ο ήλιος ντάλα στην πρόχειρα στημένη στρατιωτική σκηνή. Μισάνοιξα το μάτι, έσπρωξα με το πόδι μου το καραβόπανο στην είσοδο, μπήκε μια ακτίνα κι έκατσε πάνω στο χέρι μου. Τα δάχτυλά μου γυμνά, οι βέρες μας χαμένες.

Τους ξεσήκωσα και τους τρεις. «Είναι γρουσουζιά να χαθούν, πάμε πίσω στην ταβέρνα». Πήγαμε – σαράντα χιλιόμετρα πίσω. Τα τραπέζια μαζεμένα το ένα πάνω στο άλλο, και στο δρόμο μπροστά απ’ το μαγαζί δεκάδες μαύρες σακούλες σκουπιδιών. «Ψάξετε στα σκουπίδια, βρε παιδιά, άμα θέλετε, άλλο τίποτα εγώ δεν μπορώ να κάνω» είπε ο ταβερνιάρης.

Ανοίγαμε τις σακούλες και χώναμε τα χέρια μέσα στους σκελετούς από τα χέλια, σαν να ξεμαλλιάζαμε τη Μέδουσα. Έκλεινα τα μάτια, γιατί νόμιζα ότι η Μέδουσα θα με μαρμαρώσει – δεν ήμουν ο Θησέας, δεν είχα ασπίδα για καθρέφτη και η αβέβαιη σωτηρία του γάμου μου είχε μια σιχαμένη όψη που δεν ήθελα να βλέπω. Όμως συνέχιζα να ψάχνω χωρίς μιλιά, πίστευα πως μέσα σ’ εκείνα τα φίδια θα έβρισκα ένα σύμβολο αγάπης.

Δεν τις βρήκαμε. Ο ταβερνιάρης με κοίταζε καταστεναχωρημένος να κλαίω δίπλα στις σακατεμένες φιδοφωλιές. Στους άλλους δεν άρεσε τόση δεισιδαιμονία, αυτοί με λυπόντουσαν για άλλο λόγο: που ήμουν τόσο προληπτική. Τώρα μου φαίνεται ότι με λυπόντουσαν που μάθαινα με αυτό τον άχαρο τρόπο ότι ο γάμος μου θα χαλούσε πολύ σύντομα.


Γύρισες από την τουαλέτα, έφαγες το χέλι που εγώ δεν άγγιξα. Σηκώθηκες να φύγουμε, πάλι κατηφόρισα το λόφο λίγα βήματα πίσω σου. Μπήκαμε σ’ ένα μπαρ κι άρχισες να πίνεις. Σε λίγο πήγα να φύγω. «Μη φύγεις, please». Τι σου χρειαζόμουν στην μπάρα μέχρι αργά; Το πρωί θα κρεμιόντουσαν από πάνω μου τα μικρά στον παιδικό σταθμό κι εγώ θα νύσταζα. Αυτή η συνάντηση ήταν για να σου ορκιστώ ότι θα αγαπιόμαστε για πάντα – από την ώρα που βρεθήκαμε πάσχιζα να σου το πω: πρώτα με έστησες πάλι και δεν κόλλαγε, μετά λαχάνιαζα στην ανηφόρα, μετά τα χέλια μού θύμισαν τη γελοιότητα των όρκων. Τώρα έβλεπα το ποτήρι να ρουφάει το πάνω χείλος σου όπως ο άνεμος τις κουρτίνες στα ανοιχτά παράθυρα και αισθανόμουν πως, ό,τι και να ’λεγα, θα σε διέκοπτα.

Έφυγα. Μόνη μου περπατούσα, πάλι όμως ένιωθα ότι έπρεπε να τρέξω, κάποιον να προλάβω. Στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας κρέμασα το ροζ σου βραχιολάκι σε μια τριανταφυλλιά, όπως κάνουνε με το μάρτη τα κορίτσια για να έχουνε ροζ μάγουλα.

Το άλλο πρωί στον παιδικό η κόρη σου μου τράβαγε τη φούστα. «Κυρία, κοίτα τι έχω!» και μου έδειξε ένα ροζ βραχιολάκι στον άσπρο της καρπό. «Πού το βρήκες, αγάπη μου;» «Μου το δώσανε οι κοπέλες χτες στα κινούμενα σχέδια, στο σινεμά. Είναι σαν αυτό που φοράνε στο δάσος όταν αρραβωνιάζονται και τα ζώα τραγουδάνε και χορεύουνε. Εγώ αρραβωνιάστηκα με τον μπαμπά μου χτες και φοράει κι αυτός το ίδιο μ’ εμένα τώρα». 3D animation ο παιδικός σταθμός, εγώ, η κόρη σου, εσύ, γύρω μας βέρες, βραχιόλια, χέλια, φίδια, δαχτυλίδια, όλα να ζωντανεύουν και να τρώει το ένα την ουρά του άλλου.

Πήρα αμέσως το αμάξι να πάω σπίτι, να προλάβω να ξεκρεμάσω το ροζ βραχιόλι των αγνών, αμελητέων αρραβώνων σου, να το σώσω, πριν βγούνε τα θηρία της ζούγκλας πεινασμένα και φάνε τις τριανταφυλλιές. Αγωνιούσα παράλογα. Το βρήκα και το φόρεσα στο χέρι μου. Γύρισα στο σταθμό κι η μικρή ενθουσιάστηκε. «Έχεις κι εσύ, κυρία!». «Δώσε το στον μπαμπά σου να το έχει, μήπως χάσει το άλλο. Για ρεζέρβα, για ανταλλακτικό, κατάλαβες;»

Στο σπίτι έκλαψα. Οι όρκοι μαρμαρώνουν στο στόμα μου, γλιστράνε από τα χέρια μας. Τους παίρνεις για ασπίδες και γίνονται καθρέφτες που κομματιάζονται. Αυτή η όψη της αγάπης δεν αντέχεται.