3.3.07

Η εφαψίας

Λε Πριτς, και όποιος άλλος ενδιαφέρεται, ορίστε. Όπως ακριβώς δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cool # 13:

«Γιατί δεν παίρνεις ένα αυτοκίνητο;» Ο χιλιοστός που μου κάνει αυτή την ερώτηση. Αυτή τη φορά είναι ένας παλιός συνάδελφος που θεωρεί ότι με ξέρει τόσο καλά ώστε να με συμπονάει με τακτ μέρα μεσημέρι. Του σερβίρω κι αυτουνού την κασέτα με την οικολογική συνείδηση. Έχω κέφια, γι’ αυτό βάζω και γαρνιτούρα: «Αυτή η εφεύρεση ήταν χρήσιμη όταν οι άνθρωποι έκαναν ακόμα οικογένειες με παιδιά και είχαν με τι να γεμίσουν ένα ΙΧ». Με ένα περιφρονητικό βλέμμα για χωνευτικό τού ξεκαθαρίζω μια και καλή ότι θα έπρεπε να ντρέπεται που κυκλοφορεί με αμάξι στην Αθήνα.

Μετά κάνω μεταβολή και κατευθύνομαι προς το σταθμό του μετρό γεμάτη έξαψη από την υπερβολή της αντιπαράθεσης. Ένα ανέλπιστο ζέσταμα για το ταξίδι μέσα στο γεμάτο συστάδες κορμιών βαγόνι.

Στις κυλιόμενες σκάλες, καθώς ο αέρας φυσομανάει από τα υπόγεια, ακούω το τρένο να ’ρχεται. Πρέπει να το προφτάσω – είμαι σε υπερδιέγερση και δεν μπορώ να περιμένω το επόμενο. Βροντώδες τρεχαλητό στα σιδερένια σκαλοπάτια. (Παλιά για ζέσταμα γλιστρούσα καθισμένη στην κουπαστή.) Το προφταίνω. Μ’ ένα πήδημα πάνω από το χάσκον κενό, πέφτω ορμητικά μέσα σ’ ένα πλήθος ορθίων. Με παίζουν για λίγο σαν μπαλάκι τινάζοντάς με από δω κι από κει. Αρπάζω μια χειρολαβή. Το τρένο ξεκινάει κι εγώ βυθίζομαι αργά και επώδυνα μέσα τους.

Με χτυπάνε αλύπητα από παντού σινιάλα δέρματος, αστραφτερά και μοχθηρά σαν χαμόγελα-με-δόντια μαύρων ράπερ σε πορνό βιντεοκλίπ. Αισθάνομαι μύες που τρέμουν όπως όταν εκτελούν ροκανίσματα, αρτηρίες που σπαρταράνε στους λαιμούς. Αδένες - αντένες κινητής φιληδονίας ακτινοβολούν ερεθιστικά πάνω μου. Κορμιά, κορμιά παντού. Δεν μπορείς να τα αγνοήσεις. Πάνω τους σέρνεται το άγνωστο χάδι μου.

Ο συρμός κάνει ένα συγκλονιστικό φρενάρισμα, λες και σταματάει ειδικά για να με πετάξει έξω. Βγαίνω σκυφτή, κρύβω το χέρι στην τσέπη, κρύβομαι ολόκληρη δέκα βήματα παρακάτω, στη στροφή για την Έξοδο. Περιμένω να φύγει το τρένο και να αναληφθούν στις κυλιόμενες όλοι οι επιβάτες. Μετά επιστρέφω στην έρημη πλατφόρμα. Βγάζω το χέρι απ’ την τσέπη να πάρει αέρα. Καθίζω με κούραση στα άδεια καθίσματα. Το παγωμένο τους μέταλλο μου κάνει καλό, με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Τεντώνω μπροστά τα πόδια μου για να σταματήσουν να τρέμουν τόσο παράλογα. Κρακ κρακ κρακ, μια δυο διατάσεις για τον αυχένα, τους ώμους, την πλάτη. Σιγά σιγά επιβραδύνεται και ο σφυγμός μου. Μέχρι να φτάσει ο επόμενος συρμός, έχω κατακτήσει την αταραξία του αθώου.

Κουλ έως και νωχελικά, μπαίνω στο όχι και τόσο γεμάτο αυτή τη φορά βαγόνι. Βρίσκω θέση στο παράθυρο και καθίζω. Τώρα εντάξει, θα είμαι ήσυχη – τρίβω τα χέρια στα δικά μου μπούτια μόνο. Ο διπλανός μου με κοιτάζει σαν να με δείχνει με το δάχτυλο: «Εσύ δεν είσαι που;… Μην τολμήσεις!». Εγώ, ναι, μα δε φταίω, μίστερ. Το φθινοπωρινό πλήθος μέσα στο μετρό είναι πρώτης ποιότητας. Τα σώματα, you know, δεν έχουν ακόμα λουφάξει στα χειμερινά τους μίζερα σύνορα, αλλά ούτε και είναι απλωμένα άχαρα σαν τραχανάς στον ήλιο, όπως το καλοκαίρι. Έχουν μεν μπει μέσα σε ρούχα (ρούχα-ρούχα, όχι τιράντες και χαμηλωμένα μπατζάκια σε διακοσμητικό ρόλο), αλλά είναι και σε πόλεμο μ’ αυτά. Κάνουν επιθέσεις στις ραφές, δίνουν μάχες με τα φερμουάρ και τα κουμπιά – δεν το βλέπεις; Ξέρουν ότι ο καιρός δε θα είναι μαλακός για πολύ ακόμα και ότι η διαστολή της σάρκας παίζει τώρα στη δεύτερη παράταση: η πρώτη έληξε το Σεπτέμβρη, μόλις το σημάδι απ’ το μαγιό έσβησε, τα πέναλτι θα εκτελεστούν το Νοέμβρη από τα τελευταία πόδια χωρίς καλσόν. Όταν λοιπόν τελειώσουν τα φθινόπωρα, κύριε, τότε μπορεί κι εγώ να σταματήσω να χαϊδεύω αγνώστους. Μπορεί ακόμα κι αυτοκίνητο να πάρω.

Ο μεσιέ σηκώνεται να φύγει χωρίς να έχω τολμήσει να του κάνω τίποτα κι εγώ υποψιάζομαι ότι το παραμύθι με τα φθινόπωρα μπάζει από παντού – λες και όταν περάσουμε πάλι στα «χειμερινά μίζερα σύνορα» της σάρκας θα ταξιδεύω στο μετρό με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Whatever. Αυτό που τώρα με απασχολεί είναι ένα κόκκινο πανί που έχω δει από ώρα: ένα σφιχτό άσπρο παντελόνι με υποψία στρινγκ που έχει ακουμπήσει στο πλαϊνό μέρος της διπλανής, άδειας πλέον, θέσης. Εγκαθίσταμαι εκεί. Είπαμε, θα είμαι ήσυχη. Γέρνω μόνο λίγο προς το μέρος της και την ακουμπάω με το μπράτσο μου. Υγρός σπασμός αλληλούια. Εκείνη ούτε που παίρνει είδηση τη σκοπιμότητα του αγγίγματος.

Ο συρμός πέφτει σε αναταράξεις. Δε βλέπω για ποιο λόγο να μην κρατήσω αυτή τη στάση μέχρι να φτάσω στο τέλος της διαδρομής.

7 comments:

Anonymous said...

12 βαθμοί ποινής.

L' esprit, douze points.


Τώρα πρέπει να διαλέξουμε σκηνοθέτη για το director's cut. Αν και εδώ που φτάσαμε, οι επιλογές είναι Wong Kar Wai ή Andrew Blake.

Αγαπητοί θεατές, οι μπάρες των συρμών είναι για pole dancing, κατά βάθος (αμέτρητο).

dimitris-r said...

Μα καλά αυτό δεν (λένε πως) είναι αντρικό βίτσιο;
Να δω να πέφτει χαστούκι ανάστροφο από άντρα σε γυναίκα στο μετρό και ...τί στον κόσμο! Όχι σε σένα :-)
Τσ τσ τσ...
Γίναμε εδώ μέσα Σσόδομμα κκαι Γόμμορααα!!!

switters said...

ραντεβου στο μετρο, Ευαγγελισμος, αυριο. Πες ωρα.


Χωρις πλακα, πολυ καλο και σκεφτομαι πως αν το εγραφα εγω θα μου την πεφταν οι φεμινιστριες με καμμενα σουτιεν. Υπεροχα.

Spi_Der said...

H μέρα που θα γράφονται πιο συχνά τέτοια κείμενα θα είναι η μέρα που τα έντυπα θα αποδείξουν ότι δεν είναι απλά οχήματα διαφήμισης.(Και μετά θα μας απασχολεί μόνο το πρόβλημα να βρεθούν αναγνώστες που να τους αξίζουν) ;-)

l'esprit de l'escalier said...

Μερσί, ρεμερσίιιι. Επόμενη στάση: Γαρδέλης. Στριμωχτείτε.
Επίσης, μπορώ να έχω Ανγκ Λι, για φουλ ρομάντζο;

Kwlogria said...

Άψογη! :)

Katerina Kaskantiri said...
This comment has been removed by a blog administrator.