15.3.07

7 ταινίες

Ντριπλάρω με την πάσα του spi_der, αλλά θα σουτάρω χωρίς να δώσω την μπάλα, αν δε σας πειράζει.

Από την (μη αξιολογική) λίστα μου λείπουν κλασικά αριστουργήματα, αγαπημένες σχολές, σκηνοθέτες στων οποίων το φαν κλαμπ ανήκω. Όταν όμως από χιλιάδες ταινίες διαλέγεις 7, περιλαμβάνεις αυτές που «μιλάνε κατευθείαν στην καρδιά σου».

ΕΦΤΑ : // Αταίριαστοι εραστές (The accidental tourist, 1988). Το ξεμπρόστιασμα της πλάνης ότι «ταιριαστοί» είναι είναι οι άνθρωποι με τις κοινές καταβολές, τα κοινά γούστα, ακόμα και τους κοινούς κώδικες. Πιστεύω περισσότερο στα ανεξήγητα αισθήματα που δημιουργούνται από το μαζί και στο ποιος είσαι όταν είσαι με το avec σου, παρά στην αγάπη που μεθοδεύεται από το εντυπωσιακό άθροισμα των κοινών στοιχείων. Και λατρεύω την Τζίνα Ντέιβις στη σκηνή του πλυσίματος πιάτων, που τραγουδάει με μια γοητευτική αφέλεια: «Ι'm gonna lasso Santa Claus / and the reason is because / I know a boy and girl he never goes see / he never brings 'em toys like me...».

ΕΦΤΑ : // Ο υπέροχος Γκάτσμπι (The great Gatsby, 1974). Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Ωστόσο/γι' αυτό, κλαίω πάντα με τη μοναχική γοητεία του βαθιά θλιμμένου Γκάτσμπι, κλαίω με τα άσβεστα (ή εμμονικά) ρομαντικά αισθήματα για τη ρηχή, ματαιόδοξη Ντέιζι. Ο άντρας που ξοδεύει μια ολόκληρη ζωή για να αποκτήσει το στάτους που θα του επιτρέψει να κερδίσει ένα ήδη χαμένο παρελθόν, παγιδευμένος μέσα στην προσωπική του ηθική, λάμπει μέσα στη φάκα μιας αλλοπρόσαλλης Αμερικής. Στη σκηνή του φόνου ανατριχιάζω: αποπνικτική ζέστη, υδρατμοί από την πισίνα, τζιτζίκια, η αίσθηση κινδύνου σαν ένοχη αύρα μέσα από τις κουρτίνες, τα χρυσά μαλλιά του Ρόμπερτ Ρέντφορντ - το άδοξο τέλος.

ΕΦΤΑ*: // Αίμα και πάθος (The hunger, 1983). Χρόνος. Αχρονία. Αιωνιότητα. Μεταφυσική. Ερωτισμός. Απόγνωση. Θάνατος. Αίμα. Πάθος. Ντέιβιντ Μπόουι: Τα θέματά μου. Μερικοί ακόμη λόγοι για τους οποίους η ταινία αυτή βρίσκεται ακόμα γραμμένη στη μοναδική βιντεοκασέτα που δεν έσβησα/πέταξα: Το πεπερασμένο της αγάπης. Το fast forward των γερατειών. Ο χρόνος που δεν κουρδίζεται κατά πώς θέλουν τα αισθήματα. Η ερεθιστική σκηνή σεξ στο κλαμπ (ναι, εντάξει, με την υπόκρουση Bauhaus). H πολλών ερωτικών μεγατόνων σκηνή σεξ/μύησης μεταξύ της Κατρίν Ντενέβ και της εξωφρενικά σέξι Σούζαν Σαράντον. «Forever...?» «...and ever»: μια ουτοπία - ακόμα και για τα βαμπίρ.

ΕΦΤΑ*: // Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι (Ultimo tango a Parigi, 1972). Η χορταστική μπρουτάλ αρσενική ενέργεια του Μάρλον Μπράντο απορροφάται και στέλνεται πίσω πολλαπλάσια από ένα θηλυκό πλάσμα που ευκρινές (και υπέροχο) περίγραμμα έχει μόνο το σώμα της, όχι η σεξουαλικότητα που αντλείται από αυτό: αυτή ξεφεύγει από χίλια δυο σημεία και πλημμυρίζει το χώρο, το χρόνο και το πλάνο. Το ωμό σεξ μπαίνει σε υπαρξιακή τροχιά. Ο θεός Μπράντο ερεθίζει και τις πέτρες. Χαμογελάστε ειρωνικά όσο θέλετε με το κλισέ που ακολουθεί, αλλά «η σοφία του κορμιού είναι παροιμιώδης». Τέτοια, που το δύστυχο το μυαλό αδυνατεί να ακολουθήσει. Και είναι αυτό ακριβώς που φέρνει την τραγωδία. (Α, να μην ξεχάσουμε και το υπέροχο μουσικό θέμα.)

ΕΦΤΑ*: // Funny bones, 1995. Ταινία που είδα σε ένα φεστιβάλ στο Σινέ Παρί στην Πλάκα - απ' όσο ξέρω, δεν είχε κανονική διανομή εδώ, αν και πολυβραβευμένη (επίσης, η τελευταία ταινία του Τζέρι Λιούις). Το γνωστό θέμα του τσίρκου που χαρίζει γέλιο αλλά κρύβει δυστυχία και σκοτεινά (φρικτά, για την ακρίβεια) μυστικά, στην καλύτερή του εκδοχή. Κάποτε οι γελωτοποιοί και οι σιαμαίες γυναίκες ήταν η μοναδική (και πολύ δημοφιλής) διασκέδαση των φτωχών - σέβομαι το γέλιο που πηγάζει από την επαφή με το παράδοξο, το γέλιο που εμπεριέχει θαυμασμό και δέος προς το «τέρας της φύσης» και εντέλει στοιχειοθετεί σχέση ισότητας ανάμεσα σε θεατή και θέαμα (το γέλιο αυτό σήμερα καταργήθηκε ως προσβλητικό, και τη θέση του πήρε ο οίκτος, ως... κατανοητός...). Όμως το τσίρκο μού αρέσει κυρίως επειδή είναι μια αλληγορία της ζωής έτσι όπως τη βλέπω εγώ: Ζητάμε να ευθυμήσουμε ενώ υπάρχουν δεκάδες λόγοι για να κλάψουμε. Τελικά γελάμε, αλλά όχι τελευταίοι.

ΕΦΤΑ*: // Πισότε, το χαμίνι του Σάο Πάολο (Pixote: A lei do mais fraco, 1981). Ένα άλλο θέμα που απαντά συχνά στην προσωπική μου αντζέντα: παιδικότητα. Και βέβαια ο βιασμός αυτής. Η βία ενός ενήλικου κόσμου γεμάτου εγκληματικότητα καρφιτσώνεται στη φασκιωμένη στα σπάργανα ψυχή προκαλώντας αιμορραγία μεγαλύτερη από αυτήν του Χριστού πάνω στο σταυρό (δεν ξέρω πώς μου 'ρθε αυτή η παρομοίωση, αλλά θα την αφήσω). Η σκηνή που με έκανε να κλάψω είναι αυτή στην οποία μητρική αγάπη και σεξ γίνονται ένα κουβάρι - το μοναδικό, ωστόσο, αποκούμπι για ένα αγόρι με χαλασμένο από το πιστολίδι και τον παραλογισμό στομάχι.

ΕΦΤΑ*: // Το μυστικό του Brokeback Mountain (Brokeback mountain, 2005). Αν και πολύ πρόσφατη, είναι μέσα στις εφτά, γιατί είναι εντελώς μέσα στα χωράφια μου (κυριολεκτικά): Το απόλυτο ρομάντζο, που γεννιέται μέσα από τη ζωή στο ύπαιθρο - είναι γνωστό τοις πάσι (λέμε τώρα) ότι, όσον αφορά την ερωτική συνεύρευση, πουλάω εύκολα καθετί αεροπλανικό ή ταμπασκούχο, για έναν πόθο στα στάχυα (στον ελαιώνα, στην ακροθαλασσιά...) - και κυρίως κάτω από τα σύννεφα. (Πείτε με χίπισσα, πείτε με βουκόλα, αλλά ετοιμαστείτε να σας προσβάλω κι εγώ, π.χ. ως ευνούχους του νεροχύτη). Το μινόρε κάντρι μουσικό θέμα bold-άρει τη βασική συνιστώσα του ανεκπλήρωτου. Η ερωτική σκηνή είναι εκπληκτική και ερεθιστική. Η σπουδή των χαρακτήρων και της αντιφατικότητάς τους έμπειρη. Ή μάλλον... ξεχάστε όλα τα ανόητα παραπάνω - μία λέξη είναι αρκετή: αριστοτέχνημα.

7.3.07

Τhe true friends of Stamatis Gardelis' (detail)

Κούλα, πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος κτλ.

Πάντως εγώ πάντα τον Πάνο Μιχαλόπουλο ήθελα, όχι το Γαρδέλη. Για λίγο αμφιταλαντεύτηκα πρόπερσι που είδα το Σταμάτη στο Ηρώδειο (θεατή) με τόταλ μπλακ λουκ. Αλλά όταν γύρισα σπίτι θυμήθηκα το γυμνό Αχιλλέα στην Ιφιγένεια του Κακογιάννη και επανήλθα. Μακάρι μόνο, μαζί με τα Τσακάλια, να είχα προλάβει και τη Φιλουμένα Μαρτουράνο, με το θίασο της Λαμπέτη, με Μιχαλόπουλο πιτσιρίκι.

3.3.07

Η εφαψίας

Λε Πριτς, και όποιος άλλος ενδιαφέρεται, ορίστε. Όπως ακριβώς δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cool # 13:

«Γιατί δεν παίρνεις ένα αυτοκίνητο;» Ο χιλιοστός που μου κάνει αυτή την ερώτηση. Αυτή τη φορά είναι ένας παλιός συνάδελφος που θεωρεί ότι με ξέρει τόσο καλά ώστε να με συμπονάει με τακτ μέρα μεσημέρι. Του σερβίρω κι αυτουνού την κασέτα με την οικολογική συνείδηση. Έχω κέφια, γι’ αυτό βάζω και γαρνιτούρα: «Αυτή η εφεύρεση ήταν χρήσιμη όταν οι άνθρωποι έκαναν ακόμα οικογένειες με παιδιά και είχαν με τι να γεμίσουν ένα ΙΧ». Με ένα περιφρονητικό βλέμμα για χωνευτικό τού ξεκαθαρίζω μια και καλή ότι θα έπρεπε να ντρέπεται που κυκλοφορεί με αμάξι στην Αθήνα.

Μετά κάνω μεταβολή και κατευθύνομαι προς το σταθμό του μετρό γεμάτη έξαψη από την υπερβολή της αντιπαράθεσης. Ένα ανέλπιστο ζέσταμα για το ταξίδι μέσα στο γεμάτο συστάδες κορμιών βαγόνι.

Στις κυλιόμενες σκάλες, καθώς ο αέρας φυσομανάει από τα υπόγεια, ακούω το τρένο να ’ρχεται. Πρέπει να το προφτάσω – είμαι σε υπερδιέγερση και δεν μπορώ να περιμένω το επόμενο. Βροντώδες τρεχαλητό στα σιδερένια σκαλοπάτια. (Παλιά για ζέσταμα γλιστρούσα καθισμένη στην κουπαστή.) Το προφταίνω. Μ’ ένα πήδημα πάνω από το χάσκον κενό, πέφτω ορμητικά μέσα σ’ ένα πλήθος ορθίων. Με παίζουν για λίγο σαν μπαλάκι τινάζοντάς με από δω κι από κει. Αρπάζω μια χειρολαβή. Το τρένο ξεκινάει κι εγώ βυθίζομαι αργά και επώδυνα μέσα τους.

Με χτυπάνε αλύπητα από παντού σινιάλα δέρματος, αστραφτερά και μοχθηρά σαν χαμόγελα-με-δόντια μαύρων ράπερ σε πορνό βιντεοκλίπ. Αισθάνομαι μύες που τρέμουν όπως όταν εκτελούν ροκανίσματα, αρτηρίες που σπαρταράνε στους λαιμούς. Αδένες - αντένες κινητής φιληδονίας ακτινοβολούν ερεθιστικά πάνω μου. Κορμιά, κορμιά παντού. Δεν μπορείς να τα αγνοήσεις. Πάνω τους σέρνεται το άγνωστο χάδι μου.

Ο συρμός κάνει ένα συγκλονιστικό φρενάρισμα, λες και σταματάει ειδικά για να με πετάξει έξω. Βγαίνω σκυφτή, κρύβω το χέρι στην τσέπη, κρύβομαι ολόκληρη δέκα βήματα παρακάτω, στη στροφή για την Έξοδο. Περιμένω να φύγει το τρένο και να αναληφθούν στις κυλιόμενες όλοι οι επιβάτες. Μετά επιστρέφω στην έρημη πλατφόρμα. Βγάζω το χέρι απ’ την τσέπη να πάρει αέρα. Καθίζω με κούραση στα άδεια καθίσματα. Το παγωμένο τους μέταλλο μου κάνει καλό, με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Τεντώνω μπροστά τα πόδια μου για να σταματήσουν να τρέμουν τόσο παράλογα. Κρακ κρακ κρακ, μια δυο διατάσεις για τον αυχένα, τους ώμους, την πλάτη. Σιγά σιγά επιβραδύνεται και ο σφυγμός μου. Μέχρι να φτάσει ο επόμενος συρμός, έχω κατακτήσει την αταραξία του αθώου.

Κουλ έως και νωχελικά, μπαίνω στο όχι και τόσο γεμάτο αυτή τη φορά βαγόνι. Βρίσκω θέση στο παράθυρο και καθίζω. Τώρα εντάξει, θα είμαι ήσυχη – τρίβω τα χέρια στα δικά μου μπούτια μόνο. Ο διπλανός μου με κοιτάζει σαν να με δείχνει με το δάχτυλο: «Εσύ δεν είσαι που;… Μην τολμήσεις!». Εγώ, ναι, μα δε φταίω, μίστερ. Το φθινοπωρινό πλήθος μέσα στο μετρό είναι πρώτης ποιότητας. Τα σώματα, you know, δεν έχουν ακόμα λουφάξει στα χειμερινά τους μίζερα σύνορα, αλλά ούτε και είναι απλωμένα άχαρα σαν τραχανάς στον ήλιο, όπως το καλοκαίρι. Έχουν μεν μπει μέσα σε ρούχα (ρούχα-ρούχα, όχι τιράντες και χαμηλωμένα μπατζάκια σε διακοσμητικό ρόλο), αλλά είναι και σε πόλεμο μ’ αυτά. Κάνουν επιθέσεις στις ραφές, δίνουν μάχες με τα φερμουάρ και τα κουμπιά – δεν το βλέπεις; Ξέρουν ότι ο καιρός δε θα είναι μαλακός για πολύ ακόμα και ότι η διαστολή της σάρκας παίζει τώρα στη δεύτερη παράταση: η πρώτη έληξε το Σεπτέμβρη, μόλις το σημάδι απ’ το μαγιό έσβησε, τα πέναλτι θα εκτελεστούν το Νοέμβρη από τα τελευταία πόδια χωρίς καλσόν. Όταν λοιπόν τελειώσουν τα φθινόπωρα, κύριε, τότε μπορεί κι εγώ να σταματήσω να χαϊδεύω αγνώστους. Μπορεί ακόμα κι αυτοκίνητο να πάρω.

Ο μεσιέ σηκώνεται να φύγει χωρίς να έχω τολμήσει να του κάνω τίποτα κι εγώ υποψιάζομαι ότι το παραμύθι με τα φθινόπωρα μπάζει από παντού – λες και όταν περάσουμε πάλι στα «χειμερινά μίζερα σύνορα» της σάρκας θα ταξιδεύω στο μετρό με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Whatever. Αυτό που τώρα με απασχολεί είναι ένα κόκκινο πανί που έχω δει από ώρα: ένα σφιχτό άσπρο παντελόνι με υποψία στρινγκ που έχει ακουμπήσει στο πλαϊνό μέρος της διπλανής, άδειας πλέον, θέσης. Εγκαθίσταμαι εκεί. Είπαμε, θα είμαι ήσυχη. Γέρνω μόνο λίγο προς το μέρος της και την ακουμπάω με το μπράτσο μου. Υγρός σπασμός αλληλούια. Εκείνη ούτε που παίρνει είδηση τη σκοπιμότητα του αγγίγματος.

Ο συρμός πέφτει σε αναταράξεις. Δε βλέπω για ποιο λόγο να μην κρατήσω αυτή τη στάση μέχρι να φτάσω στο τέλος της διαδρομής.