19.1.07

Ο μέλλων χρόνος πέρασε και το κουνέλι σιγοβράζει

«Μια ζωή είναι, θα περάσει». Την πρώτη φορά που το άκουσα γέλασα κελαρυστά. Τις σκόρπιες επόμενες άκουσα ένα αργόσυρτο σούρσιμο που δε σταματά ποτέ, όπως ο ήχος των αλυσίδων στα πόδια των φαντασμάτων. Τον τελευταίο καιρό η φράση αυτή δε μου προξενεί τίποτα. «Μια ζωή είναι, θα περάσει». Θα; Περνάει τώρα. Πέρασε. Μ' ένα «τσα» μπορώ να μπω στο μακρινό μέλλον, που βρίσκεται μόλις δυο βήματα παραπέρα, στην άκρη του σταθμού. Η Μπήλιω Τσουκαλά, που παίζει αυτή τη στιγμή, γίνεται ανάμνηση από τα παλιά χρόνια, κάπου στα 00s, όπως και τα μαλλιά μου χωρίς άσπρες τρίχες (άντε δυο τρεις) και οι φίλοι μου. Λένε πως όταν κάνεις παιδιά ο χρόνος περνάει πολύ γρήγορα. Θα πρέπει να έμειναν στη γιαγιά σήμερα τα δικά μου.

Είναι όπως όταν μισοξυπνάς το πρωί και πρέπει να σηκωθείς γιατί βιάζεσαι τρελά, αλλά δεν το κάνεις γιατί νυστάζεις. Κάτω από τα βλέφαρά σου περνάει όλο το επόμενο μισάωρο: σηκώνεσαι, πας στο μπάνιο, κουτουλάς στην πόρτα, κατουράς, πλένεσαι, ντύνεσαι. Όλο το επόμενο μισάωρο περνάει σε ένα δευτερόλεπτο. Είσαι στο κρεβάτι, αλλά έχεις ήδη πλύνεις τα δόντια σου. Είσαι αδρανής, αλλά έχεις φτάσει κιόλας στο τέλος.

Αλλά και το παρελθόν δε φαντάζει πια μακρινό. Μόνο ακατανόητο. Έχει συρρικνωθεί, και το παρόν δεν το διαχωρίζει πια από το μέλλον.

Η μοναξιά είναι το φίλτρο που πολώνει τα χρώματα και με κάνει να βλέπω καθαρά τον ορίζοντα. Μοναξιά - γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε; Δε φοβόμαστε τις λέξεις. Αλλά ούτε και τη σημασία τους, εδώ που τα λέμε. Η μοναξιά δεν είναι κάτι φοβιστικό, είναι κάτι ενοχλητικό. Πολύ ενοχλητικό. Σε κάνει κατ' αρχάς να βαριέσαι. Σε κάνει να λειτουργείς ρομποτικά. Σε κάνει να ξεσυνηθίζεις την παρέα και να διστάζεις να την επιδιώξεις. Σε κάνει βαρύθυμο. Σε κάνει, εντέλει, κι εσένα βαρετό. Και αλλόκοτο. Και σου μαθαίνει να βλέπεις τη ζωή αποστασιοποιημένος, ως όλον, ως μια μικρή σφαίρα, στο μέγεθος του πλανήτη του Μικρού Πρίγκιπα: μέχρι να παρακολουθήσεις το ένα ηλιοβασίλεμα, σε προλαβαίνει το άλλο.

Αλλά και τα παιδιά, όπως το βλέπω, δε λύνουν το πρόβλημα, παρά για μια εικοσιπενταετία στην καλύτερη. Ο πατέρας μου βγήκε στη σύνταξη και πελαγοδρομεί σε μια απέραντη θάλασσα ματαιότητας. Ίσως σε αυτή τη φάση τα εγγόνια λειτουργούν ως νέα, δυνατή ένεση. Αλλά έτσι που τα 'φεραν οι καιροί, κανείς δε δικαιούται να βασίζεται σ' αυτά.

Ίσως τελικά η Γκλεν Kλόουζ στην Ολέθρια σχέση να μην ήταν τόσο τρελή για δέσιμο. (Άσχετο: πόσο θα ήθελα τώρα μερικά bars δημητριακών.) Ίσως να την είχε βαρέσει η πολλή μοναξιά. Της το λέει κι ο Μάικλ Ντάγκλας: «You're so sad. You know that, Alex? Lonely and very sad». Όχι τρελή, άντε έτσι. Γιατί το χειρότερο που σου κάνει η μοναξιά είναι αυτού του είδους η παράνοια: μόλις πέσεις πάνω σε μια ωραία μη μοναχική εμπειρία, προσκολλάσαι σ' αυτήν σαν να μην υπάρχει αύριο. Επειδή ξέρεις ότι δεν υπάρχει.

Γι' αυτό, παιδιά, μακριά από μόνους ανθρώπους. Μπορεί να σας γραπώσουν και να μαγειρέψουν το κουνέλι σας. Αφήστε τους να ζήσουν τη ζωή τους όπως τη ζουν. Θα τους πάρει πολύ λίγο.


(Κάντε μου τη χάρη να μην υποκύψετε στην παρόρμηση να κάνετε σχόλια συγκαλυμμένου οίκτου. Θα το εκτιμήσω.)

9.1.07

It's the end of the feed as we know it

Ότι θα κατέληγε και το monitor (ε; ποιο;) στο Blog Cemetery, ε αυτό πια δεν το περίμενα.

Δεν ξέρω αν η λέξη «σπαζοκλαμπάνιας» (αγαπημένη της παραληρηματία και εσχάτως κωλοσφιξούρας isobel) υπάρχει στα λεξικά (δηλαδή μπορώ να μάθω σε 5 λεπτά, αλλά προτιμώ να διαθέσω τα 5 λεπτά που μου περισσεύουν σήμερα στο να βράσω το βραδινό αφέψημά μου «έναστρος ουρανός»), αλλά θα μπορούσε ο ορισμός της να είναι ο εξής: (σπαζοκλαμπάνιας ίσον ο) άνθρωπος που, αν και δεν είναι απαραίτητο να παραλογίζεται (αν βέβαια σκύψεις με υπομονή πάνω από τα επιχειρήματά του και επιδείξεις λεπτή ευαισθησία και μπεις στη θέση του), εντούτοις αναλώνει την ενέργεια των άλλων στρέφοντάς την προς τον εαυτό του, αντί να συνεισφέρει ενεργειακά σε ένα δοθέν σύνολο ή έστω να αφήσει το δοθέν σύνολο να ενεργεί(ται) με την ησυχία του.

Χμ. Νομίζω πως αυτός ο ορισμός είναι κάπως ζεν (με τη noheathen-ια έννοια του όρου). Ας ξαναπροσπαθήσω: (σπαζοκλαμπάνιας ίσον ο) μάγος που, αν και δεν είναι απαραίτητο να έχει βγάλει τη Σχολή Ταχυδακτυλουργών Νέας Ιωνίας (αν βέβαια κάτσεις και ψάξεις τα διπλώματά του και τις αρχεία του προέδρου Ελλήνων Ταχυδακτυλουργών Βαλτάσαρ), εντούτοις, καθώς ένα ποτάμι έρχεται προς το μέρος του, επιλέγει να πάρει τη μορφή βουνού και να του φράξει το δρόμο, αντί να πάρει τη μορφή παραπόταμου και να ενωθεί μαζί του δυναμώνοντάς το, ή έστω να λουφάξει ως πεδιάδα και να αφήσει το ποτάμι να κυλήσει με την ησυχία του.

Οχ.
Ο ορισμός αυτός είναι κάπως χίπικος, με την έννοια του noheathen πάντα, δηλαδή «αυτός που αναφέρεται στη φύση, ο μη αστικός», αν καταλαβαίνω καλά, ε noheathen; διόρθωσέ με. Άσε που ο kouk θα τσινούσε κάπως με τη λέξη «επιλέγει» και θα επισήμαινε ότι κάποιος ελαττώνει την γκάμα επιλογών του μάγου χωρίς αυτός να συναινεί. Ας κάμω άλλη μια προσπάθεια:

(σπαζοκλαμπάνιας-συνώνυμα): μαστροχαλαστής καλής διάθεσης, φτεροκόφτης των ρομαντικών+θετικών+πρακτικών υπάρξεων του κόσμου (ντέσμον) τούτου, σομελιέ νεύρων, σαμποτέρ του εθελοντισμού, λαμπατέρ, εκλέρ, καρμπιρατέρ, κολιμπρί, αμπαλάζ, μιξάζ (καμία σχέση το καινούριο με το παλιό)
Fuzz, φέιθ νο μορ, σέικ σέικ σέικ σέικ σέικ μι αμόρ, ζαβαρακατρανέμια και γενικώς βαβούρα, που για καλό δεν είναι (παιδιά, λίγη ησυχία, δεν μπορώ τη βαβούρα, γι’ αυτό και μ’ αρέσει ο Τζώννυ Βαβούρας όταν δεν κάνει βαβούρα).

Βασικά σόρι για την ανάλαφρη ειρωνία, αλλά μου βγαίνει φυσικά κι αβίαστα, σταθερά κι αμείωτα, έτσι, την αφήνω κι εγώ να κυλήσει, όπως το ποτάμι που λέγαμε παραπάνω (καμία σχέση). Αυτό που ήθελα να πω είναι, τώρα που το
monitor έκλεισε και δε με διαβάζει κανείς και μπορώ να λέω τη γνώμη μου άφοβα, ότι, τώρα που το monitor έκλεισε και δε με διαβάζει κανείς και μπορώ να λέω τη γνώμη μου άφοβα, ότι, τώρα που το monitor έκλεισε και δε με διαβάζει κανείς και μπορώ να λέω τη γνώμη μου άφοβα, ότι η λούπα της ενοχλητικής μύγας μπορεί να προκαλέσει απρόβλεπτες αντιδράσεις στον άνθρωπο. Put the blame on μυγ. Καλά, ούτε αυτό ήθελα να πω, τέλος πάντων. Σταματώ εδώ. Ή μάλλον όχι: αξίζει ίσως να προσθέσω ότι από τα σχόλια στο αρχικό ποστ του vrypan με εκφράζει περισσότερο το σχόλιο του ghteytria, το #69 (καλά, αυτό δεν μπορεί να είναι τυχαίο).

Αγαπητέ vrypan, αντίο κι ευχαριστώ για τα π(ο)σ(τ)άρια.

5.1.07

Ας βάλω μια πινελιά multimedia στο μπλογκ μου κι εγώ πια

Ακριβώς ανάμεσα στην ατέρμονη ξάπλα που έριξα τις γιορτές και στο άγχος για το ότι οι μέρες της ξεκούρασης είναι μετρημένες, έκανα πολύ απ' αυτό που σκοτώνει τη μουσική. Μία από τις ανακαλύψεις μου για τις οποίες είμαι τγεζ εγέζ είναι ο παρακάτω βαρύτονος τοπολάτρης. Θα μου πεις, περσινά ξινά σταφύλια, ρε κοπελιά. Ε όχι και ξινά, ε όχι και ξινά!

Richard Hawley - Coles Corner


ΥΓ. Αν και το The Ocean θεωρείται το σούπερ τραγούδι του, εγώ κόλλησα με αυτό, διότι μιλάει για τον Μπακάκο του Σέφιλντ - ξέρετε τώρα πόσο εκτιμώ τις μνήμες, τα σημεία αναφοράς κτλ. κτλ. Πόσω μάλλον που αμφιβάλλω πολύ αν θα ακούσω ποτέ τραγούδι για τον Μπακάκο της Ομόνοιας, και γενικότερα τραγούδια για το περιβάλλον στο οποίο ζω, καθώς οι ντόπιες συγκινήσεις δεν πολυσυγκινούν τους wannabe stars της εγχώριας (αχ, ρε γαμώτη) ροκ/ποπ σκηνής. Σταματώ εδώ, επειδή το θέμα αυτό είναι μεγάλο για να το ανοίξω σε υστερόγραφο και επειδή όταν αρχίζω να κάνω κήρυγμα ειλικρινά δεν αντέχομαι.

4.1.07

Τι είπαμε εγώ και το νέον έτος στην πρώτη μας συνάντηση

-Am I going to have a problem with you, 007?
-No, don't worry, you're not my type.
-Smart?
-Single.