25.4.05

Μια μούσα στο κινητό μου (SMS 2)

Αδειάζοντας τη μνήμη του τηλεφώνου μου, αντιγράφω εδώ αυτά:

ΚΑΙ Η ΚΡΑΙΠΑΛΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ /
ΕΙΜΑΙ Η ΓΟΥΡΟΥΝΑ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕΤΕ /
ΑΔΡΑΝΩ ΟΛΗ ΤΗ ΜΕΡΑ /
ΚΙ ΑΚΟΥΩ ΤΙΣ ΦΩΝΕΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ /
ΑΕΡΑΑΑ.

EΧΩ ΠΥΡΕΤΟ ΚΑΙ ΓΡΙΠΗ /
ΚΙ ΑΠΛΥΤΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟΧΥΤΗ.

ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ /
ΑΝΑΠΟΛΩ ΤΟ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΛΑΘΡΩΝΑ /
ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΘΑ ΦΑΩ ΣΤΗΝ ARGENTINA /
YEAH, FUNKY COLD MENDINA.

Κι ένας διάλογος:
ΓΙΑ ΧΙΟ ΗΡΘΕ ΤΟ ΧΑΡΤΙ, ΜΟΥ ΕΙΠΕ Ο ΛΟΧΙΑΣ /
ΓΡΑΦΕΑΣ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ, ΚΙ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΒΥΣΜΑΤΙΑΣ!

ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΕΡΟ, ΛΕΣ ΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΑΧΑΤΗ /
ΜΠΟΡΩ, ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ, ΝΑ ΠΩ ΠΩΣ ΒΓΑΖΕΙ ΜΑΤΙ.

22.4.05

Σκοτεινές οι αιτίες της μουγκαμάρας

"She's stupid. I hate her. Do you know what my cousins call her? The Black Hole".
"Why is that?"
"Because the conversation turns into a vacuum whenever she walks into the room".

Ξέρω έναν άντρα που πετυχαίνει ακριβώς το ίδιο εφέ, χωρίς να είναι ούτε κατά διάνοια ηλίθιος για την ακρίβεια, έχει πεντακάθαρη ευφυΐα και αντίληψη, λαμπερό ταλέντο στο γράψιμο, πλατιά κουλτούρα και ενημερότητα. Πίνει όμως το αμίλητο νερό μονορούφι μαζί με μια κολοβή χαιρετούρα μόλις εμφανίζεται, και με κάποιο ταχυδακτυλουργικό ποτίζει και την ομήγυρη. Απλώς πλησιάζει και μετά δε μιλάει κανείς. Μερικές φορές προσπάθησα να του ανοίξω κουβέντα με τα μάτια, αλλά αποτυχία. Σαν να είμαστε βρέφη που δεν ξέρουν από κώδικες. Το επόμενο στάδιο δηλαδή μπορεί και να είναι να βάλουμε τα κλάματα. Το περιμένω κι αυτό, και ίσως με ανακουφίσει.

Το απόσπασμα είναι από τη Μυστική ιστορία της Ντόνα Ταρτ βιβλίο που αυτός ο άντρας διάβασε μέσα σε μια νύχτα.

17.4.05

Blonde Redhead


Έπειτα από μια υπέροχη συναυλία, συνήθως έχεις διάθεση για λίγη ακόμα νύχτα. Πηγαίνεις σε μπαρ, συναντάς γνωστούς, χάνεις την παρέα σου, χαχανίζεις με τον dj, παίρνεις ακόμα ένα ποτό. Την επόμενη μέρα, σχεδόν πάντα, εύχεσαι να είχες απλώς γυρίσει στο σπίτι σου, με τη μουσική στ' αυτιά σου.

15.4.05

Στη μικρή ροτόντα του μπαρ

Λες κάτι και μετά λες το αντίθετο νομίζοντας ότι εξηγείς το ίδιο. Όχι, δε συμφωνείς. Όταν δε μιλάς, κοιτάς αριστερά, δεξιά, το ποτήρι, και τα μάτια σου ανοιγοκλείνουν λες και σε τυφλώνει ο ήλιος. Το πάνω χείλος σου φαίνεται μεγαλύτερο απ' το κάτω όταν έχεις απορίες. Κάτι αισθήματα μετάνοιας παλεύουν να σκάσουν μύτη μέσ' απ' το γιακά σου.

Στην περιγραφή αυτή ταιριάζει για ρούχο τισέρτ. Αλλά και η χρυσή, φθαρμένη, εξωτική μάρκα μιας αταίριαστης-ταιριαστής γραβάτας, που γυρίζει ανάποδα πέφτοντας και που μόνο σε σένα και στον Alex Κapranos πηγαίνει τόσο, κάνει.

13.4.05

Desire

Σάββατο απόγευμα, ο ήλιος πέφτει στα νερά της πισίνας από το πλάι. Οι διαδρομές έρημες. Δυο τρία ξυρισμένα κεφάλια κινούνται γρήγορα από χέρια που τραβάνε αργά: βετεράνοι κολυμβητές. Από το τσιμέντο κοντά στη γραμμή των 25 μέτρων βλασταίνει ένα ζευγάρι γυαλιστερά πόδια κατηγορίας open: ο υπεύθυνος γυμναστής.

Στέκομαι στην πόρτα των αποδυτηρίων, στη σκιά, με το μπουρνούζι ανοιχτό· το κλειδί από το ντουλάπι μου στη χούφτα, η χούφτα στην τσέπη. Διαλέγω μία από τις άδειες διαδρομές και βγαίνω στον ήλιο. Το μπουρνούζι μου ανεμίζει στον ψυχρό ανοιξιάτικο αέρα. Το βγάζω και το κρεμάω στο φράχτη που χωρίζει το κολυμβητήριο από το διπλανό γήπεδο τένις. Ρίχνω λίγο νερό στον αυχένα μου πριν πέσω. Ανατριχίλα. Βουτιά. Τιρκουάζ.

Μια ώρα μετά, ο ήλιος έχει κάτσει πάνω στο βουνό, στέλνει την τελευταία του ακτίνα στην πισίνα. Βυθίζομαι στο νερό, βγάζω το σκουφάκι μου, κουνάω το κεφάλι αριστερά δεξιά, τα μαλλιά μου χορεύουν σαν πλοκάμια μέδουσας. Πιάνομαι απ’ το βατήρα και πηδάω έξω. Φυσάει πολύ. Τραβάω απότομα το μπουρνούζι μου από το φράχτη. Τυλίγομαι.

Δύο αγόρια παίζουν τένις στο γήπεδο. Ξανθά και τα δύο, μαθητές γυμνασίου, μάλλον καλοί μαθητές. Από το χνούδι στις φαβορίτες τους κυλάει ιδρώτας. Κόκκινα μάγουλα, ροζ μύτες, άσπρα σορτσάκια. Τα μπούτια τους σαν πολύτιμα λούτρινα παιχνίδια. Ακούω το θόρυβο που κάνουν οι κλειδώσεις τους, μυρίζω τη μυρωδιά εφηβείας που ψηλώνει.

Χώνω το χέρι στην τσέπη απ’ το μπουρνούζι μου ψαχουλεύοντας το κλειδί του ντουλαπιού μου. Η τελευταία ακτίνα του ήλιου έσβησε και κάνει κρύο.