Ο μέλλων χρόνος πέρασε και το κουνέλι σιγοβράζει
«Μια ζωή είναι, θα περάσει». Την πρώτη φορά που το άκουσα γέλασα κελαρυστά. Τις σκόρπιες επόμενες άκουσα ένα αργόσυρτο σούρσιμο που δε σταματά ποτέ, όπως ο ήχος των αλυσίδων στα πόδια των φαντασμάτων. Τον τελευταίο καιρό η φράση αυτή δε μου προξενεί τίποτα. «Μια ζωή είναι, θα περάσει». Θα; Περνάει τώρα. Πέρασε. Μ' ένα «τσα» μπορώ να μπω στο μακρινό μέλλον, που βρίσκεται μόλις δυο βήματα παραπέρα, στην άκρη του σταθμού. Η Μπήλιω Τσουκαλά, που παίζει αυτή τη στιγμή, γίνεται ανάμνηση από τα παλιά χρόνια, κάπου στα 00s, όπως και τα μαλλιά μου χωρίς άσπρες τρίχες (άντε δυο τρεις) και οι φίλοι μου. Λένε πως όταν κάνεις παιδιά ο χρόνος περνάει πολύ γρήγορα. Θα πρέπει να έμειναν στη γιαγιά σήμερα τα δικά μου.
Είναι όπως όταν μισοξυπνάς το πρωί και πρέπει να σηκωθείς γιατί βιάζεσαι τρελά, αλλά δεν το κάνεις γιατί νυστάζεις. Κάτω από τα βλέφαρά σου περνάει όλο το επόμενο μισάωρο: σηκώνεσαι, πας στο μπάνιο, κουτουλάς στην πόρτα, κατουράς, πλένεσαι, ντύνεσαι. Όλο το επόμενο μισάωρο περνάει σε ένα δευτερόλεπτο. Είσαι στο κρεβάτι, αλλά έχεις ήδη πλύνεις τα δόντια σου. Είσαι αδρανής, αλλά έχεις φτάσει κιόλας στο τέλος.
Αλλά και το παρελθόν δε φαντάζει πια μακρινό. Μόνο ακατανόητο. Έχει συρρικνωθεί, και το παρόν δεν το διαχωρίζει πια από το μέλλον.
Η μοναξιά είναι το φίλτρο που πολώνει τα χρώματα και με κάνει να βλέπω καθαρά τον ορίζοντα. Μοναξιά - γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε; Δε φοβόμαστε τις λέξεις. Αλλά ούτε και τη σημασία τους, εδώ που τα λέμε. Η μοναξιά δεν είναι κάτι φοβιστικό, είναι κάτι ενοχλητικό. Πολύ ενοχλητικό. Σε κάνει κατ' αρχάς να βαριέσαι. Σε κάνει να λειτουργείς ρομποτικά. Σε κάνει να ξεσυνηθίζεις την παρέα και να διστάζεις να την επιδιώξεις. Σε κάνει βαρύθυμο. Σε κάνει, εντέλει, κι εσένα βαρετό. Και αλλόκοτο. Και σου μαθαίνει να βλέπεις τη ζωή αποστασιοποιημένος, ως όλον, ως μια μικρή σφαίρα, στο μέγεθος του πλανήτη του Μικρού Πρίγκιπα: μέχρι να παρακολουθήσεις το ένα ηλιοβασίλεμα, σε προλαβαίνει το άλλο.
Αλλά και τα παιδιά, όπως το βλέπω, δε λύνουν το πρόβλημα, παρά για μια εικοσιπενταετία στην καλύτερη. Ο πατέρας μου βγήκε στη σύνταξη και πελαγοδρομεί σε μια απέραντη θάλασσα ματαιότητας. Ίσως σε αυτή τη φάση τα εγγόνια λειτουργούν ως νέα, δυνατή ένεση. Αλλά έτσι που τα 'φεραν οι καιροί, κανείς δε δικαιούται να βασίζεται σ' αυτά.
Ίσως τελικά η Γκλεν Kλόουζ στην Ολέθρια σχέση να μην ήταν τόσο τρελή για δέσιμο. (Άσχετο: πόσο θα ήθελα τώρα μερικά bars δημητριακών.) Ίσως να την είχε βαρέσει η πολλή μοναξιά. Της το λέει κι ο Μάικλ Ντάγκλας: «You're so sad. You know that, Alex? Lonely and very sad». Όχι τρελή, άντε έτσι. Γιατί το χειρότερο που σου κάνει η μοναξιά είναι αυτού του είδους η παράνοια: μόλις πέσεις πάνω σε μια ωραία μη μοναχική εμπειρία, προσκολλάσαι σ' αυτήν σαν να μην υπάρχει αύριο. Επειδή ξέρεις ότι δεν υπάρχει.
Γι' αυτό, παιδιά, μακριά από μόνους ανθρώπους. Μπορεί να σας γραπώσουν και να μαγειρέψουν το κουνέλι σας. Αφήστε τους να ζήσουν τη ζωή τους όπως τη ζουν. Θα τους πάρει πολύ λίγο.
(Κάντε μου τη χάρη να μην υποκύψετε στην παρόρμηση να κάνετε σχόλια συγκαλυμμένου οίκτου. Θα το εκτιμήσω.)