Αγαπημένο μου ημερολόγιο, θέλω να σου πω πως...
Από πότε ένας πόλεμος σταματάει τους ανθρώπους μιας άλλης γειτονιάς να γράφουν στο ημερολόγιό τους για μικρά πράγματα που δεν εγείρουν ούτε το ένα χιλιοστό του ενδιαφέροντος μίας ανάλυσης για τον επανασχεδιασμό του χάρτη στη μέση ανατολή; Έτσι απάντησα στις ενοχές μου και, σε πείσμα των πιθανών αντιδράσεων τύπου «εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται», της υπονόμευσης του «σκεπτόμενου» χαρακτήρα των μπλογκ και της δημοσιογραφικής/αφυπνιστικής τους προσφοράς, θα αφεθώ να γράψω για τα μικρά πράγματα που γράφω πάντα, για τα μικρά πράγματα που είναι η καθημερινότητά μου.
ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ ΑΒ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ
Τι θαύμα! Ακριβώς τη μέρα που είχε αναγγείλει, το σούπερ μάρκετ της κεντρικής πλατείας Ηλιούπολης άνοιξε αναθεωρημένο και συμπληρωμένο. Κάτω από την τεράστια κόκκινη-μπλε ταμπέλα από γυαλιστερό πλαστικό, οι Ηλιουπολίτες λένε στην υπεύθυνη: «Καλορίζικο! Πολύ ωραίο το φτιάξατε!» και κοιτάνε το ταβάνι, που τώρα πια δεν είναι στο Θεό, αλλά άσπρισε και χαμήλωσε για να απλωθεί ελεύθερα ο δεύτερος όροφος, που ως τώρα ήταν μικρός σαν κεφαλόσκαλο. Οι ταμίες καμαρώνουν και χαμογελάνε. Είναι η πρώτη μέρα που το σούπερ μάρκετ λειτουργεί ανακαινισμένο, και τα ψάρια λάμπουν μέσα στους πάγους τους, τα λαχανικά φωσφωρίζουν τακτοποιημένα και ευθυγραμμισμένα σαν συρτάρια με πτώματα στα αμερικάνικες αστυνομικές ταινίες. Μια παλιού τύπου ζυγαριά ανεμίζει, για να προζυγίσουν οι πελάτες τα φρούτα τους πριν τα πάνε στον κύριο με τις ρυτίδες χαμογελαστής έκφρασης και τα χέρια δεμένα στον ποπό.
Θαυμάζω. Επιτέλους, το σούπερ μάρκετ μου έγινε καθαρό, συμμαζεύτηκε, ράφτηκε, βάφτηκε. Στο κρεοπωλείο είναι ο ηλικιωμένος κοτσωνάτος ανοιχτόχρωμος κύριος με τους αριστοκρατικούς τόπους. «Συγχαρητήρια, θαύμα η ανακαίνιση!» λένε οι γειτόνισσές μου με τα ασπρόμαυρα κλαρωτά φουστάνια και τα βαμμένα θαμπά μαλλιά περμανάντ και τα μάτια τους χαμογελάνε. «Και πού να δείτε πάνω, πήγατε πάνω; Α, είναι καταπληκτικά! Ναι, ναι! Τι να βάλουμε για κιμά; Ελίτσα;» Πηγαίνω πάνω με το ασανσέρ - δεν ξανάγινε εδώ πέρα! Μόλις βγαίνω, με περιμένει φάτσα ένα σταντ με βιβλία - μπεστ σέλερ, όπως ο καινούριος Μικρός Νικόλας, Νταν Μπράουν, και πιο κάτω παιδικά των εκδόσεων Παπαδόπουλος. Ψάχνω τα τελευταία να δω αν υπάρχει κανένα που έχω κάνει διόρθωση εγώ, αλλά δεν υπάρχει, είναι για πολύ μικρά πιτσιρικάκια. Ο όροφος απλώνεται και απλώνεται και βρίσκω μέχρι και ξεβουλωτικό εργαλείο, που παλιά δεν έβρισκα ούτε καλαθάκι για την τουαλέτα. Οι πελάτες περιπλανιούνται και σχεδόν χαμογελούν ο ένας στον άλλον, τύπου «αυτό το μοιραζόμαστε εδώ και τώρα και περνάει μέσα μας σαν συλλογικό βίωμα» - είναι, σε μικρότερη κλίμακα βέβαια, η αίσθηση που υπήρχε στον αέρα τις πρώτες μέρες τις λειτουργίας του μετρό. Μόνο η κορδέλα λείπει - δεν ξέρω, μπορεί και να έκοψαν, μπα, μάλλον όχι.
Ψωνίζω πολλά πράγματα και ξοδεύω όλο το πενηντάρικο που δανείστηκα για μέχρι τη Δευτέρα. Στο ταμείο λίγο σαστίζω: τώρα θα πρέπει να δανειστώ κι άλλα λεφτά. Όμως δε ζητάω να μου αφαιρέσουν τίποτα, η κάρτα μου μαζεύει 18 πόντους (166 - σύντομα 200!), φορτώνομαι τις τσάντες και γυρίζω σπίτι με το στήθος προτεταμένο.
ΠΟΔΙΑ ΣΤΟ ΚΑΘΙΣΜΑ
«Σας παρακαλώ, κατεβάστε το πόδι σας από το κάθισμα» μου είπε ο ταξιτζής. Το αριστερό μου πόδι έχει βγει από τη σαγιονάρα και κουλουριάζεται μισό σταυροπόδι στο κάθισμα. Το κατέβασα, αλλά, ειλικρινά, εφόσον δε φοράω παπούτσι, άρα δε λερώνω το κάθισμα, δε βλέπω γιατί ενοχλώ. Αν το πόδι μου βρομούσε, θα το δεχόμουν. Αλλά το πόδι μου είναι πεντακάθαρο και μυρωδάτο, έχω βάλει και κρέμα και το ίδιο πρωί έπλυνα τις σαγιονάρες. Ρωτάω για να μάθω πώς το βλέπει ο κύριος καθωσπρέπει ταξιτζής. Μου λέει ότι δεν είναι αισθητικά ωραίο. Μα δεν υπάρχει κάποιος δίπλα μου για να υποστεί την «αισθητική προσβολή» και ο οδηγός υποτίθεται ότι βλέπει το δρόμο μπροστά. Άλλο επιχείρημα καθωσπρεπισμού: «Έτσι σε έχουν μάθει να κάνεις;». Ξέρω γω, πρέπει να κάνουμε ό,τι μας μαθαίνουν, επειδή μας το μαθαίνουν; Ο ταξιτζής νομίζει ότι του πάω κόντρα από εγωισμό και το λέει, και επίσης προσθέτει ότι δεν έχω τρόπους επειδή ακόμα δε βγήκα απ' τ' αυγό. Περίεργο, δε χαίρομαι που με έκαναν πάλι μικρή. Και πραγματικά απορώ, μου φαίνεται παραξενιά αυτή η εμμονή με τα πόδια κάτω, δεν του πάω κόντρα ως τώρα, αλλά τώρα θα του πάω, γιατί με προσβάλλει και εύχομαι να είχα πατήσει κουτσουλιές και να του λέρωνα το πατάκι. Και στο μυαλό μου έρχεται η χτεσινή σκηνή στο Ηρώδειο:
Δίπλα μου κάθεται μια κυρία με τον κανακάρη της, ηλικίας φοιτητή. Οι παραδιπλανές της, δύο φίλες, μαζεύουν τα πόδια στο στήθος και τα αγκαλιάζουν, τα πέλματά τους πάνω στο μαξιλαράκι του Ηρώδειου, οι σαγιονάρες κάτω. Η κυρία σηκώνεται και ζητά από την ταξιθέτρια να της αλλάξει θέση. Η ταξιθέτρια λέει ότι δε γίνεται. Η κυρία μεταφέρει τα κακά νέα στο γιο της αγανακτισμένη. «Μα είναι πράγματα αυτά; Πώς το επιτρέπουν;» Οι φλέβες της έχουν τσιτωθεί κάτω από το κολιέ. Η φίλη μου αντιδρά πολύ χαριτωμένα: «Άντε, άντε, περάστε τώρα, δεν πειράζει, καλέ!».
Ο ταξιτζής έχει βγει από τα ρούχα του (όχι όμως από τα παπούτσια του). Μα τι μανία να είναι τα πέλματα καρφωμένα στη γη! Εκεί, στο καθήκον. Δικαιούνται μόνο επαφή με το έδαφος, όπως το βλέμμα των βοδιών στο χωράφι δικαιούται να κοιτάει μόνο μπροστά, στριμωγμένο στις παρωπίδες. Τα πέλματα είναι μέλη βήτα κατηγορίας, η σάρκινη υπόστασή τους δεν έχει τη γοητεία του ώμου, του λαιμού, του καρπού, του αφαλού. Είναι απλώς πόδια, ταπεινά εργαλεία για το βάδην και την ορθοστασία, που προκαλούν αμηχανία και καλύτερα να μην τα εξισώνουμε με το υπόλοιπο κορμί. Καλύτερα να τα κρύβουμε και, αν γίνεται, να τα τυλίγουμε και μέσα στο σεντόνι όταν είμαστε στο κρεβάτι. Θα υπερβάλω αν πω ότι ο κόσμος είναι αποξενωμένος από το σώμα του; Αν πω ότι η οικειότητα με το πόδι εμπίπτει πλέον στην κατηγορία της ποδολαγνείας (και μόνο έτσι ίσως θα γινόταν αποδεκτή);
Ξέρω ωστόσο ένα επιχείρημα που θα είχε μεγάλες πιθανότητες να πιάσει και στις δύο περιπτώσεις: «Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, Ο Σωκράτης, ο Σοφοκλής, ο Ηρόδοτος και πολλοί άλλοι, καθόντουσαν με τα πόδια στο ίδιο ύψος με τον κώλο». Δεν το επιχειρώ. Κάνω απλώς μια νοερή σημείωση, τιμώντας όλα τα παραμελημένα και ταπεινωμένα πόδια αυτής της πόλης, να φερθώ έξτρα τρυφερά στο πρώτο ζευγάρι πόδια που, όπως μια πλάτη, ένα στομάχι, ένα πουλί, θα βρεθεί γυμνό, έξω από τα σεντόνια, στο κρεβάτι μου.