Η ιστορία του πιάνου μου
Λίγες βδομάδες πριν
Η Β. ήρθε και στο γραφείο μου με ένα τεφτεράκι. «Ποιο είναι το ωραιότερο πράγμα που έκανε κάποιος για σένα;» «Πώς;» ρώτησα πληκτρολογώντας λέξεις και σημεία στίξης. «Για τη στήλη "Η ερώτηση του μήνα". Πες μας κι εσύ». Πάτησα μερικά πλήκτρα ακόμα. Μετά σταμάτησα, έγειρα το κεφάλι στην παλάμη μου και είπα: «Κάποιος μου χάρισε κάποτε ένα πιάνο». «Ωωωω! Ένα πιάνο; Έλα, σοβαρά; Γκόμενος;» «Ννναι. Δεν είναι πλούσιος» πρόσθεσα, φοβούμενη ότι το έθεσα παρεξηγήσιμα. «Ουάου» είπε η Β. με ειλικρινή θαυμασμό. Και μετά: «Δεν πιστεύω να τον άφησες αυτό τον άντρα να φύγει».
Πολύ παλιά
Μικρή μάθαινα ακορντεόν, για το λόγο ότι αυτό το όργανο τύχαινε να έχουμε στο σπίτι. Ο κύριος Παντελογιάννης, που μου έκανε μάθημα, έτρωγε όλες τις Νουαζέτες από τη φοντανιέρα και μια φορά ήταν τα μαγαζιά του ανοιχτά και δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Μετά το μάθημα, με έπιανε μια ανακούφιση και μια ανεμελιά, και το επόμενο Σάββατο μου φαινόταν πολύ μακρινό. Όταν ερχόταν όμως η μέρα, ξυπνούσα αγχωμένη, ο μπαμπάς μου με επέπληττε, και έπαιζα Τα κύματα του Δουνάβεως και Τ' αστέρι του βοριά για πρώτη φορά, ξέροντας ότι θα τα μπουρδουκλώσω στο μάθημα. Κάθε βδομάδα τα ίδια. Για χρόνια. Και το 46άρι ακορντεόν είναι αρκετά βαρύ για ένα κοριτσάκι του δημοτικού. Το είχα ευχαριστηθεί μόνο μια φορά που είχαμε πάει με τα Πουλιά στο Γηροκομείο και είχα παίξει στους παπούδες και στις γιαγιάδες το Ετίναξε την Ανθισμένη Μυγδαλιά και το Μάρω Μάρω, μια φορά είν' τα νιάτα, που ήταν μάλιστα το αγαπημένο τραγούδι της γιαγιάς μου της Μάρως και γι' αυτό το είχα μάθει.
Παλιά
Φοιτήτρια, είχα την τύχη να έχω μία συγκάτοικο με πιάνο ρωσικό και μετά άλλη μία με πιάνο ρωσικό πάλι, αλλά πιο ξεκούρδιστο. Όταν έλειπαν, καθόμουν στο ειδικό σκαμπό και προσπαθούσα να προσθέσω αριστερό χέρι στις μελωδίες που ήξερα με το δεξί. Έβρισκα τα ακόρντα ως εξής: εντόπιζα τη βασική νότα και μετά έβρισκα άλλες δύο που ταίριαζαν. Τα πήγαινα καλά. Κατόρθωσα να συλλαβίσω και τελικά να μάθω μέχρι και κάτι του Σοπέν - δε θυμάμαι τι, δε θυμάμαι ποιο, αλλά ακόμα θυμάμαι να το κουτσοπαίζω, παπαγαλία. Μια μέρα η μαμά μου με πλήγωσε, καθώς, αν και έπαιξα ικανοποιητικότατα το Φεύγω του Νίκου Παπάζογλου, που είχα βγάλει μόνη μου, και δε με ξαναείχε δει ποτέ να παίζω πιάνο, έδωσε θερμά συγχαρητήρια μόνο στη συγκάτοικο νούμερο 1, που το τραγούδησε. Το τραύμα μετριάστηκε τη μέρα που, με τη συγκάτοικο, μερικούς άλλους και έναν μπαγλαμά κάναμε κατάληψη στο πιάνο της γωνιακής ψαροταβέρνας της Καισαριανής και φτιάξαμε πρόγραμμα, με εμένα να ωθούμαι από ζητωκραυγές να παίξω το Γιατί δε με θες, κυρά μου; «Επειδή είμαι ψαράς» κτλ.) και φυσικά να επαναλάβω την Επιτυχία (του Παπάζογλου και δική μου).
Αρκετά χρόνια πριν
Δεν έπαιζα πιάνο πια - οι συγκάτοικοι με τα πιάνα πήγαν στις Καρδίτσες. Σκέφτηκα να ψήσω τη θεία μου να μου χαρίσει το ένα από τα δύο Yamaha του άντρα της, αλλά δε γινόταν να παραβλέψω το πολυδιάστατο μουσικό ταλέντο του πρωτότοκου ξάδερφου (που ξεκινάει από κιθάρα και φτάνει μέχρι progressive techno επένδυση σε γερμανικά φιλμάκια) και να του στερήσω το πεδίο άσκησης. Αγόρασα λοιπόν έναντι ευτελούς ποσού την παλιά ηλεκτρική κιθάρα του, μάρκας Segovia, χρώματος οινοπνευματί (αν και σε ροκ γκρουπ δεν υπήρχε περίπτωση να είμαι κιθαρίστρια, παρά μόνο η μπασίστρια). Σουξέ μου έγινε το I'd love to change the world των Ten Years After. Τα σύρματα όμως δεν άργησαν να μου τη σπάσουν και στο χώρο άρχισε να δεσπόζει το αρμόνιο-σίνθι του παλιού μου φίλου που τον έχω χάσει. Αλλά, ακόμα και στο «pianο» να το έβαζες, τα πλήκτρα του συνέχιζαν να είναι μικρά, η επαναφορά τους αυτόματη, οι οκτάβες λίγες και ο ήχος ηλεκτρικός. Δεν ξεχνούσα ότι ήθελα ένα αληθινό πιάνο και κανονικά μαθήματα με δάσκαλο. Αλλά πού λεφτά; Η τελευταία μου συγκάτοικος και παλιά φίλη έλεγε ότι θα κάνει οικονομίες να μου πάρει ένα (εγώ γελούσα). Η μαμά μου μου ζήτησε συγνώμη για τη μέρα που με πλήγωσε και μου υποσχέθηκε να μου πάρει πιάνο στο γάμο μου. Αλλά με τη φίλη οι δρόμοι μας χώρισαν βίαια. Και δεν παντρευόμουν. Το πιάνο υπήρχε μονάχα μέσα μου - με τον καιρό, ούτε καν σε συζητήσεις.
Λίγα χρόνια πριν
Σε τζαζ mode αυτή τη φορά, σε μια βραδιά ατελιέ στο ωδείο Athenaeum, γνώρισα το Β. Δεν υπάρχει ούτε ένας από τους άντρες με τους οποίους σχετίστηκα που να μην έπαιζε μουσική - έστω από τη θέση του ντιτζέι. Ο Β. βέβαια δεν παίζει απλώς μουσική: είναι γεννημένος ντράμερ. Τον θαυμάζω. Μου θυμίζει τον Τσάρλι Γουότς, που είναι τόσο κουλ και διαφορετικός από το Μικ και τα λαμέ παντελόνια του, τον Κιθ και τα δαχτυλίδια-νεκροκεφαλές του. Παίζει. Απλώς. Και αφήνει την πόζα για κανέναν άλλο, με απωθημένα ροκ σταρ (ή τζαζ μέσαντζερ). Νομίζω μάλιστα πως τον είχε συναντήσει κιόλας τον Τσάρλι, σε ένα παλαιοπωλείο στο Λονδίνο. Βέβαια o ίδιος ίσως να προτιμούσε να τον παραλληλίσω με τον Μπίλι Μάρτιν των Medeski, Martin & Wood. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Ο Β. μελετούσε στα Zildjian και στα Istanbul του. Και, καθώς φαίνεται, σκεφτόταν πιάνα.
Εκείνη τη μέρα
Ο Β. μού είχε πει για την ηλικιωμένη κυρία που πουλούσε ένα παλιό πιάνο. Με ιντρίγκαρε η περίπτωση: δεν ήθελα καινούριο, βιομηχανοποιημένο πιάνο με ανέκφραστη μούρη, και στα μαγαζιά με τα μεταχειρισμένα έβρισκες μόνο πολύ ακριβά. Άρχιζα να συνειδητοποιώ ότι, έπειτα από 30 σχεδόν χρόνια, ίσως να ξεκινούσα την πρώτη μου σοβαρή πιανιστική σχέση. Ίσως να ζούσα την εμπειρία τού να γίνει πραγματικότητα ένα αρχαίο όνειρο. Ανυπομονούσα. Εκείνη την καλοκαιρινή μέρα γύρισα σπίτι από τη δουλειά και ένα ευγενικό πιάνο με ρυτίδες γύρω από το στόμα και γλυκιά, σοφή φωνή ήταν στο σαλόνι μου. Το κοίταζα από μακριά και του χαμογελούσα. Για ώρα. Μετά άφησα κάτω την τσάντα μου, το πλησίασα και πήρα στα χέρια μου την κόλλα Α4 που το συνόδευε. Είχε λέξεις και ένα σκίτσο:
Γεια σου,
με λένε Πιάνο και ελπίζω να γίνουμε φίλοι. Είμαι απ' το Λίβερπουλ, αλλά από τότε που γεννήθηκα έχω κάνει πολλά ταξίδια μέχρι να καταλήξω εδώ. Έμαθα ότι κι εσένα σου αρέσουν τα ταξίδια, οπότε έχουμε τουλάχιστον τα ίδια ενδιαφέροντα! Πρέπει να σου πω ότι είμαι λιγάκι μοναχικό, γιατί έχουν να με παίξουν πάρα πολύ καιρό (περίπου 20 χρόνια), άρα, όπως καταλαβαίνεις, έχω «σκουριάσει» λίγο. Με λίγη περιποίηση όμως και πολλή στοργή νομίζω πως θα ξανανιώσω και θα τραγουδάω όπως και πρώτα. Θέλω να ξέρεις ότι χαίρομαι πάρα πολύ για τη γνωριμία μας και σ' έχω συμπαθήσει ήδη.
Σήμερα
Το πιάνο βρίσκεται στο σαλόνι μου, με το βιβλίο ασκήσεων της ηλικιωμένης κυρίας πλαγιασμένο πάνω του και το καπάκι πάντα κλειστό. Μετά το καλοκαίρι εκείνο, εγώ και ο Β. χωρίσαμε. Δεν ξεκίνησα ποτέ μαθήματα. Προχτές, όταν είχα 39 πυρετό, όταν ένιωθα πάνω μου ένα χρόνο κούραση και σκεφτόμουν τα πιθανώς μοναχικά μου γεράματα, έπαιξα για πρώτη φορά έπειτα από καιρό.