Πώς σε λένε;
-Μία. Από το Καμία.
-Σία. Από το Μαφία.
-Τία. Από το Μαρία.
Η ~ Ε Π Ι Φ Ο Ι Τ Η Σ Η ~ Α Ρ Γ Η Σ Ε ~ Μ Ι Α ~ Μ Ε Ρ Α
-Μία. Από το Καμία.
-Σία. Από το Μαφία.
-Τία. Από το Μαρία.
a brain wash by l'esprit de l'escalier at 02:47 7 giant steps
LABELS: Πνευματωδές
Είχαμε ραντεβού. Άργησες πάλι. Τα ραντεβού μας είναι πάντα στο περίπου. Μου είπες: «Είχα τη μικρή. Πάμε στο ουζερί στο λόφο» και ξεκίνησες να περπατάς χωρίς να περιμένεις να πω αν συμφωνώ. Έτρεχα για να σε προλάβω· περπατάς πάντα μ’ αυτά τα τεράστια βήματα – σαν να έχεις προϋπηρεσία στα βουνά, με μια φλογέρα κι ένα ραδιοφωνάκι κάτω από τη μαύρη κάπα.
Στο δρόμο κάτι σου έπεσε χωρίς να το καταλάβεις. Ένα ροζ βραχιολάκι. Απόρησα. Ροζ; Δε με είδες που το μάζεψα. Ώρες αργότερα, μετά τα ούζα στο λόφο, ακόμα δεν είχες καταλάβει ότι το είχες χάσει. Παράγγειλες κι άλλο χέλι. «Το χέλι είναι πολύ καλύτερο από το σολομό» είπες και σηκώθηκες να πας στην τουαλέτα. Έβγαλα το βραχιολάκι απ’ την τσέπη μου. Είχε ένα άγνωστο λογότυπο πάνω.
Δεν άγγιξα το χέλι – ούτε τον πρώτο ούτε το δεύτερο γύρο. Δεν τρώω χέλι, δεν το ξέρεις, αλλά από το ταξίδι του μέλιτος έχω να φάω. Ταξίδι στο δρόμο, ένα αυτοκίνητο, δύο σκηνές, νιόπαντροι, είχαμε πάρει μαζί και ένα ζευγάρι φίλων που δεν είχαν λεφτά για διακοπές. Πηγαίναμε στην Κεφαλονιά. Κοντά στην αρχαία Ολυμπία, κάτσαμε να φάμε. Μια απέραντη ταβέρνα, ατέλειωτες σειρές τραπεζιών στη σειρά, παιδάκια-γκαρσόνια να τρέχουνε με τους δίσκους κι όλοι να τρώνε χέλια. Παραγγείλαμε κι εμείς αυτό για το οποίο ήταν διάσημο το μαγαζί.
Οι φίλοι ζήτησαν να δουν τις βέρες μας. Ήταν κάτι παράξενα δαχτυλίδια, τρεις κρίκοι με τα τρία χρώματα του χρυσού μπλεγμένοι μεταξύ τους. Τις φορούσα και τις δύο εγώ, που δε μ’ ενοχλούσαν. Τις έβγαλα για να τις δείξω. Μετά ήρθε η παραγγελία, οι βέρες ξεχάστηκαν, ήπιαμε, φύγαμε, την άλλη μέρα ο ήλιος ντάλα στην πρόχειρα στημένη στρατιωτική σκηνή. Μισάνοιξα το μάτι, έσπρωξα με το πόδι μου το καραβόπανο στην είσοδο, μπήκε μια ακτίνα κι έκατσε πάνω στο χέρι μου. Τα δάχτυλά μου γυμνά, οι βέρες μας χαμένες.
Τους ξεσήκωσα και τους τρεις. «Είναι γρουσουζιά να χαθούν, πάμε πίσω στην ταβέρνα». Πήγαμε – σαράντα χιλιόμετρα πίσω. Τα τραπέζια μαζεμένα το ένα πάνω στο άλλο, και στο δρόμο μπροστά απ’ το μαγαζί δεκάδες μαύρες σακούλες σκουπιδιών. «Ψάξετε στα σκουπίδια, βρε παιδιά, άμα θέλετε, άλλο τίποτα εγώ δεν μπορώ να κάνω» είπε ο ταβερνιάρης.
Ανοίγαμε τις σακούλες και χώναμε τα χέρια μέσα στους σκελετούς από τα χέλια, σαν να ξεμαλλιάζαμε τη Μέδουσα. Έκλεινα τα μάτια, γιατί νόμιζα ότι η Μέδουσα θα με μαρμαρώσει – δεν ήμουν ο Θησέας, δεν είχα ασπίδα για καθρέφτη και η αβέβαιη σωτηρία του γάμου μου είχε μια σιχαμένη όψη που δεν ήθελα να βλέπω. Όμως συνέχιζα να ψάχνω χωρίς μιλιά, πίστευα πως μέσα σ’ εκείνα τα φίδια θα έβρισκα ένα σύμβολο αγάπης.
Δεν τις βρήκαμε. Ο ταβερνιάρης με κοίταζε καταστεναχωρημένος να κλαίω δίπλα στις σακατεμένες φιδοφωλιές. Στους άλλους δεν άρεσε τόση δεισιδαιμονία, αυτοί με λυπόντουσαν για άλλο λόγο: που ήμουν τόσο προληπτική. Τώρα μου φαίνεται ότι με λυπόντουσαν που μάθαινα με αυτό τον άχαρο τρόπο ότι ο γάμος μου θα χαλούσε πολύ σύντομα.
Γύρισες από την τουαλέτα, έφαγες το χέλι που εγώ δεν άγγιξα. Σηκώθηκες να φύγουμε, πάλι κατηφόρισα το λόφο λίγα βήματα πίσω σου. Μπήκαμε σ’ ένα μπαρ κι άρχισες να πίνεις. Σε λίγο πήγα να φύγω. «Μη φύγεις, please». Τι σου χρειαζόμουν στην μπάρα μέχρι αργά; Το πρωί θα κρεμιόντουσαν από πάνω μου τα μικρά στον παιδικό σταθμό κι εγώ θα νύσταζα. Αυτή η συνάντηση ήταν για να σου ορκιστώ ότι θα αγαπιόμαστε για πάντα – από την ώρα που βρεθήκαμε πάσχιζα να σου το πω: πρώτα με έστησες πάλι και δεν κόλλαγε, μετά λαχάνιαζα στην ανηφόρα, μετά τα χέλια μού θύμισαν τη γελοιότητα των όρκων. Τώρα έβλεπα το ποτήρι να ρουφάει το πάνω χείλος σου όπως ο άνεμος τις κουρτίνες στα ανοιχτά παράθυρα και αισθανόμουν πως, ό,τι και να ’λεγα, θα σε διέκοπτα.
Έφυγα. Μόνη μου περπατούσα, πάλι όμως ένιωθα ότι έπρεπε να τρέξω, κάποιον να προλάβω. Στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας κρέμασα το ροζ σου βραχιολάκι σε μια τριανταφυλλιά, όπως κάνουνε με το μάρτη τα κορίτσια για να έχουνε ροζ μάγουλα.
Το άλλο πρωί στον παιδικό η κόρη σου μου τράβαγε τη φούστα. «Κυρία, κοίτα τι έχω!» και μου έδειξε ένα ροζ βραχιολάκι στον άσπρο της καρπό. «Πού το βρήκες, αγάπη μου;» «Μου το δώσανε οι κοπέλες χτες στα κινούμενα σχέδια, στο σινεμά. Είναι σαν αυτό που φοράνε στο δάσος όταν αρραβωνιάζονται και τα ζώα τραγουδάνε και χορεύουνε. Εγώ αρραβωνιάστηκα με τον μπαμπά μου χτες και φοράει κι αυτός το ίδιο μ’ εμένα τώρα». 3D animation ο παιδικός σταθμός, εγώ, η κόρη σου, εσύ, γύρω μας βέρες, βραχιόλια, χέλια, φίδια, δαχτυλίδια, όλα να ζωντανεύουν και να τρώει το ένα την ουρά του άλλου.
Πήρα αμέσως το αμάξι να πάω σπίτι, να προλάβω να ξεκρεμάσω το ροζ βραχιόλι των αγνών, αμελητέων αρραβώνων σου, να το σώσω, πριν βγούνε τα θηρία της ζούγκλας πεινασμένα και φάνε τις τριανταφυλλιές. Αγωνιούσα παράλογα. Το βρήκα και το φόρεσα στο χέρι μου. Γύρισα στο σταθμό κι η μικρή ενθουσιάστηκε. «Έχεις κι εσύ, κυρία!». «Δώσε το στον μπαμπά σου να το έχει, μήπως χάσει το άλλο. Για ρεζέρβα, για ανταλλακτικό, κατάλαβες;»
Στο σπίτι έκλαψα. Οι όρκοι μαρμαρώνουν στο στόμα μου, γλιστράνε από τα χέρια μας. Τους παίρνεις για ασπίδες και γίνονται καθρέφτες που κομματιάζονται. Αυτή η όψη της αγάπης δεν αντέχεται.
a brain wash by l'esprit de l'escalier at 01:14 25 giant steps
LABELS: Μικρές ιστορίες
Μπορεί η κοινωνία του καταναλωτισμού να μη σε κάνει Γαλάτη, αλλά δεν είναι και απαραίτητο να σε κάνει λεγεωνάριο.
*γύφτουλας που πετάει τα πακέτα τσιγάρα στο δρόμο,ό,τι και να είστε, έχετε έναν (τουλάχιστον) πολύ καλό λόγο να χρησιμοποιήσετε από δω και στο εξής την εναλλακτική τσάντα ωνίων του ΑΒ.
*κακόγουστος που ξοδεύει έναν σκασμό λεφτά για να ντυθεί σαν πορτιέρη βου κλαμπ,
*αλλοπαρμένος που το βρίσκει λογοτεχνικό να σκορπάει τα ψώνια σαν τα χαλικάκια εκείνου του μικρούλη, του Κοντορεβιθούλη,
*σπάταλος του κερατά, που του πέφτουνε τα δίευρα και δε σκύβει να τα μαζέψει,
a brain wash by l'esprit de l'escalier at 00:05 13 giant steps
LABELS: Αντικείμενα